Κεφάλαιο 20

6.2K 485 12
                                    

Έκλεισα την πόρτα πίσω μου με δύναμη. Δεν μπορώ να πιστέψω πως σε ένα βράδυ έχασα τα πάντα. Την ηρεμία μου, την υπομονή μου, δυο άντρες με σημαντικό ρόλο στην ζωή μου.. καλά για τον Αλέξη χέστηκα αλλά για τον Φοίβο... Σκατά! Το χειρότερο όλων όμως είναι πως έχασα δυο πολύ καλούς φίλους. Έχασα τον αδερφό μου, το μόνο αγόρι που εμπιστεύτηκα για όλα, που βασιζόμουν... είμαστε και οι δυο μοναχοπαίδια και βρήκαμε ο ένας στον άλλο τον αδερφικό δεσμό που τόσο πολύ μας έλειπε... γιατί ρε Πάρη; Γιατί γαμώ την τρέλα μου; Γιατί μου το έκανες αυτό;

Έκλαιγα ούτε και γω ξέρω πόση ώρα. Πονούσε η προδοσία της Ελπίδας, του κολλητού μου... βασικά πρώην κολλητού μου. Θυμός με κατέκλυζε και ύστερη λύπη. Μετά απογοήτευση και ξανά από την αρχή. Σηκώθηκα από το ψυχρό μου πάτωμα και πήγα στο μπάνιο. Έριξα μπόλικο νερό στα κόκκινα, πρησμένα μου μάτια και πήγα στην κουζίνα. Έπρεπε κάπου να ξεσπάσω. Δεν άντεχα να τα κρατάω όλα μέσα μου. Και η καλύτερη λύση ήταν η μαγειρική. Παλιά τσίριζα, φώναζα, έκλαιγα, έσπαγα ότι γυαλικό υπήρχε μπροστά μου, αλλά τα λεφτά δεν είναι για πέταμα και δεν μένω σε μονοκατοικία, οπότε αν θέλω τα έπιπλά μου και το σπίτι μου έπρεπε να βρω έναν άλλο τρόπο. Και για να είμαι ειλικρινής είναι πολύ πιο αποτελεσματικός. Αφού έκανα ένα ταψί παστίτσιο, ένα ταψί τυρόπιτα, ένα τσιζ κεικ και δυο βάζα κουλουράκια έπιασα το υπόλοιπο σπίτι. Καθάρισα, ξεσκόνισα, έβαλα πλυντήριο και άλλαξα διακόσμηση στα έπιπλα. Κάπου στις έξη το πρωί άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου. Κοίταξα κουρασμένη έξω από το παράθυρο την τόση ηρεμία που κυριαρχούσε στον χώρο. Δεν θύμιζε σε τίποτα τον πολυσύχναστο δρόμο με τους χιλιάδες ανθρώπους να περνούν βιαστικοί. Μόνο το σκουπιδιάρικο του Δήμου υπήρχε να μου υπενθυμίζει ελάχιστα την βαβούρα της Μεγαλόπολης. Δεν κράτησε όμως πολύ. Έφυγε, αφήνοντας με και πάλι στην μοναξιά μου. Πείρα το πρόσωπό μου από το παράθυρο και έριξα το βαρύ μου σώμα στον καναπέ. Ένας γλυκός ύπνος με πείρε στην αγκαλιά του... Δυστυχώς όμως δεν κράτησε πολύ καθώς το επίμονο χτύπημα του τηλεφώνου μου με ξύπνησε κακήν κακώς.

-Ναι... είπα νυσταγμένη χωρίς να δω το όνομα στην οθόνη.

-Ζωή! Πρέπει να σου εξηγήσω. Δεν είναι αυτό που νομίζεις. Ναι έκανα παρέα με τον Φοίβο γιατί αποδείχτηκε πολύ καλό παιδί αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα έκανα κάτι εναντίων σου. Ο καημένος είναι τρελός για σένα και μου ζήτησε βοήθεια. Δεν έχω ξανά δει πιο κολλημένο άνθρωπο. Τον λυπήθηκα. Αυτές της δυο βδομάδες που δεν μιλήσατε ήταν χάλια. Με παρακάλεσε να σε πάρω τηλέφωνο μπροστά του για να ακούσει λίγο την φωνή σου. Όταν είπες αυτό για το παιδί ταραχτήκαμε και οι δύο αλλά δεν ήθελα να σου δημιουργήσω και άλλο πρόβλημα για αυτό δεν στο είπα. Του εξήγησα χίλιες φορές πως για να λες ότι δεν είσαι έγκυος δεν είσαι, αλλά δεν με πίστεψε. Δεν ήξερα πως ήρθε στην Θεσσαλονίκη αλλιώς θα στο έλεγα. Μου το είπε χθες το βράδυ που μαλώσατε. Αλήθεια Ζωή. Σε παρακαλώ. Συγχώρεσέ. Είσαι η αδερφή μου.

- Και συ ήσουν ο αδερφός μου Πάρη αλλά με πρόδωσες. Δεν μου είπες ποτέ για τις σχέσεις σου με τον Φοίβο. Εγώ ήμουν ειλικρινής απέναντί σου αλλά εσύ... Δεν μπορώ Πάρη. Με πρόδωσες! Αντίο.

Και κάπως έτσι το έκλεισα. Από τότε που βγήκε η συγνώμη χάθηκε το φιλότιμο, που λέει και η γιαγιά μου. Και έχει δίκιο. Τόσο καιρό του έλεγα τα πάντα και αυτός τα έλεγε στον Φοίβο. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν αλλά τα σκούπισα αμέσως. Νόμιζα πως δεν είχα άλλα... πως έχω στερέψει... αλλά έκανα λάθος. Όπως πάντα άλλωστε.

Σηκώθηκα και πήγα στο κρεβάτι μου. Δεν είχα σκοπό να πάω στην σχολή σήμερα. Δεν θα άντεχα να δω την Ελπίδα και να μην την βρίσω. Έκλεισα το κινητό μου που ήταν γεμάτο από κλήσεις και μηνύματα του Αλέξη, της Ελπίδας και του Πάρη. Δεν ήθελα κανέναν πια. Όλοι με προδίδουν στο τέλος. Για το καλό μου. Λες και δεν ξέρω εγώ το καλό μου. Λες και είμαι μωρό ... ή ακόμα χειρότερα. Λες και είμαι μια άψυχη κούκλα. Όλοι αποφασίζουν για μένα χωρίς να ρωτάνε αν θέλω ή όχι. Όλοι! Έκλεισα τα μάτια μου και βυθίστηκα σε έναν υπέροχο ύπνο.

Όταν κατάφερα να ξυπνήσω ήταν ήδη 2. Σηκώθηκα γρήγορα και ετοιμάστηκα για την σχολή. Δεν ήθελα να χάσω και αυτό το μάθημα. Η ζαχαροπλαστική θα με βοηθούσε να ξεπεράσω την κατάσταση. Άνοιξα την πόρτα και κατέβηκα μερικά σκαλιά μέχρι που άκουσα την πόρτα του ασανσέρ να ανοίγει. Συνέχισα να κατεβαίνω μέχρι που άκουσα μια γνώριμη φωνή.

-Ζωή το ξέρω ότι είσαι μέσα. Άνοιξέ μου σε παρακαλώ. Το ξέρω πως έκανα λάθος που τα είπα όλα στον Αλέξη, αλλά σε ικετεύω άνοιξέ μου. Άσε με να σου εξηγήσω.

Κοκάλωσα! Δεν περίμενα πως θα ήταν η Ελπίδα! Mε αργά και αθόρυβα βήματα κατέβηκα τον επόμενο όροφο και ύστερα άρχισα να τρέχω. Βγήκα από την πολυκατοικία σαν κυνηγημένη συνέχισα στον ίδιο ρυθμό μέχρι που έφτασα στην στάση. Ευτυχώς είχα προλάβει έγκαιρα το αστικό και μπήκα μέσα. Καθ' όλη την διαδρομή σκεφτόμουν τα λόγια της Ελπίδας και το πόσο πολύ θέλανε όλοι να μου εξηγήσουν για τις βλακείες τους. Δεν έχω σκοπό να τους κάνω την χάρη. Αρκετά αποφάσιζαν για μένα όλοι τους. Τώρα είναι η σειρά μου. Μπήκα στην σχολή και ένα γλυκό κύμα ελευθερίας με πλημμύρισε. Επιτέλους θα περάσω έξι ώρες μακριά από όλους και όλα. Προσπάθησα να είμαι ο φυσιολογικός μου εαυτός με τους υπόλοιπους αλλά πραγματικά μου ήταν λιγάκι δύσκολο. Πολλές φορές ήμουν απόμακρη και ψυχρή αλλά πάντα το καταπολεμούσα.

-Τι λέτε; Πάμε για καμιά μπύρα; Μας ρώτησε ο Ανδρέας όταν τελειώσαμε. Ήμασταν είκοσι άτομα στο τμήμα, αλλά οι δεκαπέντε είχαμε γίνει μια αρκετά καλή παρέα. Όλοι συμφώνησαν φυσικά εκτός από εμένα.

-Έλα ρε Ζωή! Μου φωνάζανε και τελικά με πείσανε.

-Ζωή θα έρθεις μαζί μου έτσι; Με ρώτησε ο Μάνος.

-Έλα μωρέ. Θα πάρω ταξί. Του είπα και αμέσως σοβάρεψε.

-Μην το ξανά ακούσω αυτό. Αφού και οι δυο πάμε στο ίδιο μέρος. Και στο κάτω κάτω δεν θα σε κουβαλάω και στην πλάτη μου. Μου είπε γλυκά ο Μάνος και συμφώνησα.

ΣΕ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ {GW15}Onde histórias criam vida. Descubra agora