Κεφάλαιο 57

8K 417 333
                                    

Άρης

"Να σου βάλω κάτι να φας?" με ρωτάει η ξανθούλα.

Της νεύω αρνητικά, παίρνω την κούπα με τον καφέ μου πάνω από το τραπέζι και πίνω μια γουλιά. "Καίει ο γαμημένος" της απαντώ και κάνω μια έκφραση πόνου. Αν και.. δεν δυσκολεύομαι ιδιαίτερα για να πιάσω το συναίσθημα. 

"Η μαμά σου έφερε μοσχάρι με αρακά και κέικ μήλου χωρίς ζάχαρη" επιμένει η κοπέλα του κολλητού μου και τοποθετεί πάνω στο τραπέζι δύο μερίδες φαγητού και καμία δεκαριά φέτες από το γαμημένο το κέικ. "Φάτε κάτι.. δεν θα την βοηθήσει πουθενά το να μην τρώτε τίποτα εσείς οι δυο" προσθέτει και κάθεται πάνω στα πόδια του ψηλού.

Τους κοιτάζω. Ο Γιώργος τοποθετεί το χέρι του γύρω από την μέση της Δώρας και εκείνη τον φιλάει πεταχτά στο μάγουλό του. Αμέσως μετά ο κολλητός μου σβήνει το τσιγάρο του στο τασάκι και τοποθετεί το χέρι του στο μάγουλο της ξανθούλας. "Είσαι θησαυρός" της λέει και την φιλάει τρυφερά στα χείλη της.

Στρέφω το βλέμμα μου από πάνω τους και κοιτάω την κούπα που κρατώ στα χέρια μου. Είναι ροζ με καρδούλες. <<Σε αγαπώ πολύ ζουζούνα μου>> γράφει στο πλάι. Χαμογελάω στην ανάμνηση. Ποια λογική κοπέλα προτιμάει μια γαμημένη κούπα που κάνει 2 ευρώ για δώρο του Αγίου Βαλεντίνου, και απορρίπτει ένα τετραήμερο στο Παρίσι?

Μόνο το κοριτσάκι μου.

Μόνο η Άννα μου.

Μόνο η πριγκίπισσα μου.

"Γιατί χαζογελάς ρε μαλάκα?" με ρωτάει ο ψηλός. "Τι έγινε? Σου πέρασαν τα ντέρτια?" 

Στρέφω το βλέμμα μου πάνω του. Έχει ακόμη στην αγκαλιά του την ξανθούλα. Τους ζηλεύω.. τους ζηλεύω πολύ... μέχρι και σήμερα το πρωί ήμασταν και εμείς έτσι. 

Κοιτάζω τον χώρο γύρω μου και αναστενάζω βαριά. Πόσα βράδια έχουμε περάσει οι τέσσερις μας σε αυτήν την κουζίνα.. στο σπίτι του Γιώργου και της Άννας, να μαγειρεύουμε όλοι μαζί και να βλέπουμε ταινίες? Άπειρα. Και τώρα είμαστε μόνο οι τρεις μας, η μικρή μου είναι μέσα στο δωμάτιό της.. ακόμη δεν ξύπνησε. Η ώρα έχει πάει 9 το βράδυ και δεν έχει συνέλθει από το πρωί που λιποθύμησε στο νοσοκομείο. 

"Γιατί φυσάς και ξεφυσάς ρε μαλάκα?" συνεχίζει ο Γιώργος. "Τι έπαθες?"

"Άστον ρε μωρό μου.. αφού τον βλέπεις, δεν είναι καλά.. μην τον πιέζεις!" του απαντάει η ξανθούλα. "Ή μάλλον όχι, αν είναι να τον πιέσεις για κάτι, πες του τουλάχιστον να φάει. Έχει καπνίσει τέσσερα πακέτα τσιγάρα και έχει πιει έξι καφέδες μέσα σε έξι ώρες που είμαστε εδώ, και όλα αυτά με άδειο στομάχι.. Άρη.." από την φωνή της καταλαβαίνω ότι ανησυχεί πολύ. Όχι μόνο για την κολλητή της, αλλά και για εμένα. Στρέφω το βλέμμα μου πάνω στην ξανθούλα, τα μπλε μάτια της είναι βουρκωμένα. "Η Άννα θα ήθελε να φας κάτι" 

the road to SEDUCTIONDonde viven las historias. Descúbrelo ahora