Tristan
«Τουλάχιστον πάρε αυτό. Μπορεί κάτι να χρειαστείς» μου λέει και μου δίνει ένα τάλιρο.
Επιμένει πολύ ώρα. Πρώτα ξεκινήσαμε απ'το αν θέλω να μου φτιάξει κάτι για να φάω στο σχολείο και αφού είδε ότι αρνήθηκα, προσπαθεί να μου δώσει χρήματα για να πάρω κάτι από το σχολείο.
Αυτό όμως είναι αδύνατον. Και βλέποντας τον με το χαρτονόμισμα στο χέρι, κάτι μέσα μου ραγίζει.
Λες και είχα και κάτι σώο μέσα μου...
Προχθές ήταν που του πήρα κρυφά χρήματα για να αγοράσω τσιγάρο και σήμερα μου δίνει λεφτά για να φάω. Σαν να το ξέχασε. Μου δίνει ευκαιρίες συνέχεια.
Εγώ είμαι ο ηλίθιος που τις πετάω.
«Δεν θα χρειαστώ κάτι. Θα γυρίσω κατευθείαν σπίτι» του λέω και παίρνω το χαρτονόμισμα και το ακουμπάω στο τραπεζάκι του σαλονιού.
Με κοιτάει και αναστενάζει βαριά. Μάλλον παραιτείται. Και με το δίκιο του. Γιατί δεν πρόκειται να κάνω πίσω.
Βλέπω πως έξω δεν βρέχει και έτσι δεν χρειάζεται να πάρω ομπρέλα μαζί μου. Φοράω όμως πάνω από το φούτερ μου, το μαύρο μου μπουφάν και από πάνω φοράω και την κουκούλα.
Τα μαλλιά μου είναι ανακατεμένα και πέφτουν στο πρόσωπο μου. Δεν μπαίνω στον κόπο να τα χτενίσω. Πάντα έχουν την δική τους κατεύθυνση.
«Κάνε και καμιά βόλτα. Το σπίτι εδώ είναι. Στη θέση του. Εσύ μπορείς να πας μια βόλτα. Να σε δει και λίγο φως» μου λέει γελώντας αλλά δεν συμφωνώ.
Αν θέλω να με δει φως, μπορώ να κάτσω κάτω από μια λάμπα. Δόξα τω θεώ έχουμε και πολλές. Οι βόλτες στην παραλία, στο πάρκο ή όπου αλλού μου είναι αχρείαστες.
«Θα τα πούμε το μεσημέρι. Στην ώρα μας» του λέω και ανοίγω την πόρτα.
Βγαίνω από το σπιτι μας και αφού περπατήσω μερικά μέτρα ακόμα, γυρίζω το σώμα μου προς το σπίτι μας. Βλέπω τον παππού στο μπαλκόνι να με χαιρετάει. Με το χαμόγελο στα χείλη.
Τον χαιρετώ κι εγώ και στρέφω το σώμα μου και το βλέμμα μου προς τον δρόμο. Το κρύο είναι πολύ έντονο και νιώθω να διαπερνάει το δέρμα μου.
Τραβάω την κουκούλα μου λίγο πιο μπροστά και αφού καλύψει και τα αυτιά μου ώστε να μην κρυώνω και μετά βάζω και τα χέρια μου βαθιά στις τσέπες μου.
Είναι περίεργο και δεν μπορώ να το εξηγήσω ότι όταν ο καιρός είναι τόσο άγρια κρύος, οι πληγές μου με πονάνε. Σαν να έχουν ανοίξει όσες έχουν επουλωθεί και όσες είναι ακόμα ανοιχτές σαν να γίνονται χειρότερες.
KAMU SEDANG MEMBACA
Changes |✔|
Fiksi Remaja𝓘'𝓶 𝓸𝓯𝓽𝓮𝓷 𝓼𝓲𝓵𝓮𝓷𝓽 𝔀𝓱𝓮𝓷 𝓘'𝓶 𝓼𝓬𝓻𝓮𝓪𝓶𝓲𝓷𝓰 𝓲𝓷𝓼𝓲𝓭𝓮. Ανοίγω το παράθυρο και βλέπω το ηλιοβασίλεμα. Πως γίνεται όμως να μην νιώθω τίποτα; Ή μάλλον νιώθω ένα κενό. Χρόνια τώρα. «Αγόρι μου, θες να φάμε μαζί; Έχουμε καιρό...» μ...