E I G H T E E N

352 46 88
                                    

Tristan

«Άνοιξε μου Tristan...» μου φωνάζει ο παππούς απ'έξω ενώ την χτυπάει με μανία.

Τι έπαθε;

«Ανοιχτά είναι» του λέω και δεν σηκώνομαι από το κρεβάτι.

Μπαίνει μέσα και με πλησιάζει. Είναι πολύ ταραγμένος. Και δεν ξέρω και τον λόγο.

«Είσαι καλά; Πες μου ότι είσαι καλά» μου λέει και μου σκουπίζει το μέτωπο.

Ίδρωσα. Μάλλον από τον εφιάλτη. Ήταν πολύ ζωντανός. Σαν να το ζούσα τώρα.

«Καλά είμαι. Εσύ γιατί είσαι έτσι;» τον ρωτάω και σηκώνομαι καλύτερα.

«Τι γιατί είμαι έτσι; Η ώρα είναι τρεις παρά κάτι το πρωί και φώναζες. Φώναζες και ακουγόσουν πολύ. Νόμιζα ότι κάτι έπαθες. Και ξέρω τι έγινε. Εφιάλτης;» με ρωτάει και δεν του απαντώ.

Ξέρει. Ξέρει πως υποφέρω. Όσα χρόνια και αν περάσουν αυτές οι στιγμές που είδαν τα μάτια μου, αμφιβάλλω αν θα ξεχαστούν.

Γιατί τα είδα και με τα μάτια της ψυχής. Και αυτά τα μάτια δεν ξεγελιούνται.

«Πήγαινε να κοιμηθείς. Πέρασε» του λέω αλλά εκείνος είναι ανένδοτος.

«Αποκλείεται. Θα στρώσω εδώ μαζί σου ώστε αν χρειαστείς κάτι να είμαι κοντά σου» μου λέει και ανοίγει τη ντουλάπα μου και βγάζει ένα πάπλωμα και μια κουβέρτα.

Τα ρίχνει στο πάτωμα, δίπλα στο κρεβάτι μου και κλείνει και την πόρτα. Ανάβει την μικρή λάμπα που έχω και υπάρχει λιγοστό φως στο δωμάτιο.

Είναι μεγάλος άνθρωπος, έχει πόνους στα πόδια και τη μέση και εγώ τον ταλαπωρώ. Εγώ και οι ηλίθιοι εφιάλτες μου.

«Θες να με κάνεις να νιώσω χειρότερα; Πήγαινε στο κρεβάτι σου» του λέω αλλά δεν μου λέει κάτι.

Όταν λέω τέτοιες κουβέντες με αγνοεί. Όχι ότι δεν θέλει να μου απαντήσει αλλά σκόπιμα δεν ακούει αυτά που του λέω. Θέλει απλά να με βοηθάει. Και όχι να νιώθω τύψεις.

Και αντί να μου απαντήσει, έχει κλείσει τα μάτια του και μου έχει πιάσει το χέρι. Το χέρι του πιάνει το δικό μου και νιώθω όπως τότε που τις είχα κοντά μου.

Τότε που η ζωή μου έστω και δύσκολη είχε νόημα.

«Όλα θα πάνε καλά. Μη φοβάσαι» μου ψιθυρίζει.

Θα είναι παππού ή θα είναι κι αυτό μια ανάμνηση όπως όλα τα υπόλοιπα;

***

Changes |✔|Where stories live. Discover now