|12|

9.2K 804 37
                                    

"Πρέπει να βγούμε έξω. Μας περιμένουν." είπα ανέκφραστη και περπάτησα προς τον κήπο, όπου οι καλεσμένοι είχαν ήδη αρχίσει να σερβίρονται.

Πλησίασα τα αδέρφια μου και τους φίλους τους, χωρίς να δίνω σημασία για το τι θα κάνει ο Μάρκος, ο οποίος στάθηκε δίπλα μου μετά από λίγο.

"Σε χάσαμε ρε μικρό." είπε ο Στέλιος, κολλητός του Στράτου. "Αχ αυτός ο έρωτας τι κάνει;!" συμπλήρωσε ο Ορέστης, ο άλλος του φίλος.

Συμφώνησα με ένα νεύμα και ο Μάρκος με κοίταξε περίεργα μα δεν ανταπέδωσα το βλέμμα.

Ήμουν τόσο τσιτωμένη και νευριασμένη, που δεν μπορούσα να κάθομαι να ασχολούμαι με τις βλακείες του καθενός, οπότε απομακρύνθηκα ευγενικά λέγοντας πως πρέπει να μιλήσω με τον υπόλοιπο κόσμο.

Κατευθύνθηκα στην άκρη του κήπου, όπου κανείς δεν θα με έβλεπε ούτε και θα με ενοχλούσε. Έπρεπε να σκεφτώ γρήγορα και να προφυλαχτώ από αυτό που ετοίμαζε ο άλλος.

"Είσαι καλά;" εμφανίστηκε ο Μάρκος μπροστά μου.

Τον προσπέρασα, αγνοώντας την ερώτηση του, εκνευρισμένη με το δήθεν ενδιαφέρον του. Έπιασε το χέρι μου χαμηλά στον καρπό, αλλά το τράβηξα αμέσως.

"Τρέχει κάτι;" αναρωτήθηκε ενοχλημένος και μου ξανάπιασε το χέρι, αυτή τη φορά μπλέκοντας τα δάχτυλα μας.

"Μας περιμένουν για τα δαχτυλίδια." με τράβηξε πίσω στο κέντρο του κήπου, όπου είχε στηθεί ένα μεγάλο τραπέζι με λευκό τραπεζομάντηλο και πάνω του υπήρχαν μία τριόροφη σοκολατένια τούρτα και το κόκκινο κουτί με τις βέρες.

Σταθήκαμε πίσω από το τραπέζι, επιβλέποντας όλον τον κόσμο. Δίπλα στον Μάρκο ήρθε ο φίλος του που είχα συναντήσει πριν στην κουζίνα και ο μπαμπάς του, και στο δικό μου πλευρό οι γονείς μου και λίγο πιο πέρα ο Νίκος και ο Στράτος.

"Καλησπέρα σε όλους. Χαίρομαι πολύ για την σημερινή μας συνάντηση. Θέλω να σας ευχαριστήσω όλους που βρίσκεστε εδώ σήμερα, σε μία τόσο σημαντική στιγμή των παιδιών μου, γιατί και η Νίκη είναι πλέον κόρη μου για εμένα. Εύχομαι στα παιδιά να στεριώσουν και ο δυνατός τους έρωτας να διαρκέσει για πάντα. Καλή διασκέδαση σε όλους." πήρε τον λόγο ο κύριος Ανέστης και αφού μας φίλησε σταυρωτά και τους δυο, απομακρύνθηκε μαζί με τους γονείς μου. Πόσα ψέματα ακόμα;!

Ο κουμπαρούλης στάθηκε ανάμεσα σε μένα και τον Μάρκο, πήρε τις βέρες και τις φόρεσε στα δάχτυλα μας. Έπειτα αγκάλιασε αντρικά τον Μάρκο και όταν πήγε να αγκαλιάσει εμένα, δίστασε.

PaidWhere stories live. Discover now