|31|

9.3K 731 25
                                    

Η βαλίτσα μου σύρθηκε στο ανώμαλο έδαφος, κάνοντας τον χαρακτηριστικό ήχο. Κοίταξα γύρω μου μπερδεμένη, προσπαθώντας να τον εντοπίσω στον απέραντο χώρο του πάρκινγκ του αεροδρομίου.

"Ανδρονίκη."

Γύρισα πίσω μου και τον αντίκρισα. Παρότι είχα να τον δω τόσα χρόνια, δεν είχε αλλάξει καθόλου, λες και δεν είχε περάσει μέρα από την τελευταία φορά που είχαμε συναντηθεί. Στεκόταν αγέρωχος και λεβέντης με το ψηλό παράστημα του. Ήταν μαυροφορεμένος, όπως πάντα δηλαδή, και φορούσε έναν μαύρο σκούφο στο κεφάλι του λόγω του κρύου.

"Παππού." τσίριξα χαρούμενη και έτρεξα στην αγκαλιά του ενθουσιασμένη, αφήνοντας την βαλίτσα. Αυτός με έσφιξε στο στήθος του και φίλησε τα μαλλιά μου.

"Ίντα κάνεις;" ρώτησε ενώ έκανε νόημα σε έναν άντρα, που βρισκόταν λίγο πιο πίσω μας, να πάρει την βαλίτσα μου και να την φορτώσει στο αμάξι.

"Καλά είμαι παππού, εσύ;" απάντησα χωρίς να βγω από την αγκαλιά του.

"Τα κοπέλια; Η μαμά;"

"Όλοι είναι καλά." αποκρίθηκα αμήχανα, αποφεύγοντας να αναφερθώ στο γεγονός πως έχω να μιλήσω με τους γονείς μου περίπου δυο μήνες. Είχα κόψει κάθε επαφή μαζί τους, είχα αλλάξει ακόμη και τον αριθμό τηλεφώνου μου ώστε να μην με καλούν. Μόνο με τον Νίκο μιλούσα που και που, όταν δεν είχε δουλειά στην κλινική.

Έκατσα στις πίσω θέσεις του μαύρου αγροτικού και ο παππούς στη θέση του συνοδηγού ενώ οδηγός ήταν εκείνος ο άντρας, λογικά υπάλληλος του παππού. Ξεκινήσαμε για το χωριό, με ένα ακόμη αυτοκίνητο να μας ακολουθεί από πίσω. Και αυτό του παππού. Δεν νοούνταν ο μεγάλος και τρανός Σήφης Μαρκάκης να κυκλοφορεί χωρίς συνοδεία, σκέφτηκα.

Γενικά ο παππούς είχε πολλά λεφτά και πολύ κόσμο στην δούλεψή του. Ασχολούνταν με την παραγωγή κρασιού και ελαιολάδου ή τουλάχιστον έτσι έλεγε σε μας. Είμαι σίγουρη πως ο λόγος που η μαμά μας απομάκρυνε από τον παππού και την γιαγιά ήταν επειδή οι δουλειές τους δεν είχαν να κάνουν μόνο με αυτές τις καλλιέργειες...

Όπως και να είχε, εγώ τους αγαπούσα πολύ, ιδιαίτερα τον παππού. Ήταν άνθρωπος με ήθος και αξίες, μπορούσες να μάθεις πολλά κοντά του. Κλασσικός Κρητικός, δεν σήκωσε μύγα στο σπαθί του, ήταν όμως ψυχόπονος καταβάθος και βοηθούσε όποιον το χρειαζόταν.

Και αυτοί με αγαπούσαν πολύ. Παρόλο που η μαμά προσπαθούσε να διακόψει κάθε σχέση με τον παππού, αυτός με έπαιρνε τηλέφωνο αρκετά συχνά ενώ γέμιζε και κάθε τόσο τον τραπεζικό λογαριασμό που είχε ανοίξει στο όνομά μου, με χρήματα τα οποία ήταν άθικτα μέχρι τώρα. Ο παππούς με λάτρευε περισσότερο από ότι εγώ εκείνον. Ίσως επειδή είχα το όνομα της γυναίκας του, ίσως έφταιγε το ότι έμοιαζα απίστευτα στη μαμά και του την θύμιζα ή ίσως ότι ήμουν η μόνη από την οικογένεια που ήθελε να έχει επαφές μαζί του, δεν ξέρω σε τι οφείλονταν αυτήν η αμοιβαία αγάπη, πάντως ήταν πολύ σημαντική για μένα.

PaidWhere stories live. Discover now