|49|

8.9K 699 27
                                    

Καθίσαμε στην άκρη της λίμνης, πάνω σε κάτι πέτρες, και αυτός έβγαλε από την τσέπη του ένα πακέτο με τσιγάρα. Τράβηξε ένα και το πέρασε στα χείλη του, ανάβοντας το.

"Σε ενοχλεί;" με ρώτησε, δείχνοντας το τσιγάρο, και εγώ αρνήθηκα άηχα.

Ξάπλωσα πάνω στις πέτρες, αδιαφορώντας για το πόσο σκληρές ήταν, και κοίταξα τον ουρανό. Ήταν συννεφιασμένη μέρα, παρά το ότι είχε μπει ο Μάρτιος και είχε μπει η άνοιξη.

Ξεφύσηξα κουρασμένη και έφερα τα χέρια μου μπροστά στο πρόσωπό μου, κρύβοντας το.

"Τι έγινε, μωρό μου;" αναρωτήθηκε ο Μάρκος και κατάλαβα πως έφερε το κεφάλι του πάνω από το δικό μου, "Νίκη, σου μιλάω, τι έπαθες;" συνέχισε όταν είδε πως δεν του απαντούσα και τελικά τράβηξε τα χέρια μου, αποκαλύπτοντας τα κόκκινα, από το κλάμα, μάτια μου.

"Γιατί τα έχω κάνει όλα τόσο σκατά;" έσμιξε τα φρύδια του μπερδεμένος και πέταξε το αποτσίγαρό του στα νερά της λίμνης.

"Με εσένα, με τους γονείς μου, με όλους. Δεν αντέχω άλλο, κουράστηκα." δήλωσα ανάμεσα στα αναφιλητά μου και άφησα έναν λιγμό να βγει από το στόμα μου.

Ο Μάρκος με τράβηξε ατην αγκαλιά του, χωρίς να απαντήσει, και μου επαναλάμβανε συνεχώς να ηρεμήσω, φιλώντας μου τα μαλλιά. Είχα ανάγκη ένα ξέσπασμα, έπρεπε κάπου να τα πω.

"Ει, άκουσε με. Δεν τα έχεις κάνει όλα χάλια. Μαζί μου είσαι μια χαρά." προσπάθησε να με παρηγορήσει, φέρνοντας ως παράδειγμα το μόνο πράγμα που τα είχα σκατώσει περισσότερο από οπουδήποτε άλλου.

"Είναι αυτό μια χαρά; Να πηδιέσαι εσύ συνέχεια με την άλλη και εγώ να σε συγχωρώ;" τον ρώτησα ήρεμη και είδα το πρόσωπό του να σοβαρεύει απότομα.

"Δεν πηδιέμαι μαζί της. Έχει προβλήματα με ένα δάνειο που είχε πάρει, ήθελε κάποια χρήματα, για αυτό βγήκαμε εκείνη την ημέρα. Ήθελε να μου ζητήσει να της δώσω μερικές χιλιάδες ευρώ. Δεν στο είπα γιατί ήταν κάτι προσωπικό της, δεν σε αφορούσε και δεν είχα σκοπό να την εκθέσω σε κανέναν." εξήγησε με αυστηρό τόνο και δεν ήξερα αν έπρεπε να τον πιστέψω ή όχι.

"Πότε θα καταλάβεις πως μόνο εσένα αγαπάω, ρε πούστη μου;"

Τον κοίταξα έκπληκτη στα λόγια του. Είχε πει πως με αγαπάει, ή έτσι είχα ακούσει εγώ. Δεν πίστευα πως θα μπορούσε ο Μάρκος να με αγαπήσει. Βασικά, δεν πίστευα πως θα μπορούσε ο Μάρκος να αγαπήσει γενικά κάποιον. Ήταν πολύ εγωιστής, άγριος και επικριτικός για να μπορέσει να αναπτύξει οποιουδήποτε είδους σχέση με κάποιο άτομο, πόσο μάλλον να φτάσει σε σημείο να το αγαπάει. Είχε χτίσει τείχη γύρω του, τα οποία ήταν αδύνατον να γκρεμιστούν. Το ήξερα αυτό, το ήξερα από την αρχή. Για αυτό και δεν προσπάθησα ποτέ να τον κάνω να νιώσει αυτό που ένιωθα εγώ για εκείνον. Μου έφτανε που περνούσε χρόνο μαζί μου, ακόμα και όταν δεν ήμασταν μαζί. Τα χάδια και τα γλυκά λόγια έλειπαν πάντα από την σχέση μας αλλά ποτέ δεν τα είχα ζητήσει γιατί γνώριζα πως κάτι τέτοιο θα ήταν απλά τζάμπα κόπος. Τον αγαπούσα, από την πρώτη στιγμή που τον είδα τον αγάπησα, όσο κι αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Και το να τον ακούω τώρα να παραδέχεται πως νιώθει το ίδιο, ήταν κάτι σαν θαύμα.

"Σ'αγαπάω, τι πρέπει να κάνω για να το καταλάβεις;" συμπλήρωσε και εγώ του έκλεισα το στόμα με το δικό μου, φιλώντας τον. Ρούφηξα τα χείλη του δυνατά και τοποθέτησα τα χέρια μου στην κοτσίδα του, πειράζοντας την.

"Όσο για τους γονείς σου, τίποτα δεν έχει τελειώσει. Κάνε μια προσπάθεια να τους μιλήσεις, ρε μικρή." είπε όταν σταμάτησε το φιλί μας και εγώ ξίνισα την μούρη μου ξενερωμένη, "Σου μιλάω σοβαρά τώρα, μην κάνεις σα μωρό. Πρέπει κάποια στιγμή να επικοινωνήσεις μαζί τους, να σου εξηγήσουν. Το μόνο που ήθελαν ήταν να σε προστατέψουν, πίστεψε με."

"Μου λες να τους συγχωρέσω και να κάτσω να τους ακούσω ενώ εσύ δεν θες ούτε να δεις τη μαμά σου." άρπαξα την ευκαιρία που μου έδινε για να βοηθήσω την κυρία Ειρήνη.

"Δεν είναι το ίδιο." γέλασε και αφαίρεσε το χέρι του από πάνω μου, εμφανώς εκνευρισμένος.

"Κι όμως, είναι. Ζητάς πράγματα που εσύ ούτε στο ελάχιστο δεν κάνεις." συνέχισα και αυτός σηκώθηκε όρθιος, περπατώντας λίγο πιο πέρα από εμένα.

"Η μάνα μου, αν μπορεί να λέγεται μάνα αυτή η γυναίκα, με παράτησε όταν ακόμα θήλαζα για να φύγει με τον εφηβικό έρωτα της ζωής της. Δεν με έψαξε ποτέ, δεν νοιάστηκε ποτέ για εμένα. Και εσύ μου λες πως θα πρέπει να την ακούσω κιόλας;" με ρώτησε. Κατέβασα το κεφάλι ντροπιασμένη. Είχε δίκιο. Αν η κατάσταση ήταν όπως την παρουσίαζε, η κυρία Ειρήνη θέριζε ότι είχε σπείρει χρόνια πριν.

"Συγγνώμη." ψέλλισα μετανιωμένη και εκείνος τη δέχτηκε, κουνώντας αόριστα το κεφάλι του.

"Τον τελευταίο καιρό μόνο αυτό σκέφτομαι. Αν πρέπει να της μιλήσω. Από τη μία θέλω να το κάνω, να ακούσω γιατί με παράτησε, γιατί δεν με έψαξε ποτέ, τόσο κακό παιδί ήμουν πια;" μονολόγησε και ορκίζομαι πως είδα ένα δάκρυ να τρέχει κατά μήκος του αριστερού μάγουλου του, πριν το μαζέψει με τα δάχτυλα του και σκουπίσει δήθεν αδιάφορα τα μάτια του.

"Πρέπει να της μιλήσεις, είναι ο μόνος τρόπος να ηρεμήσεις." του είπα και τον αγκάλιασα από πίσω, ενώνοντας τα χέρια μου στη κοιλιά του και ακουμπώντας το κεφάλι μου στη ράχη του. Μείναμε έτσι για αρκετή ώρα, αμίλητοι, απλά αναπνεύοντας μηχανικά, με τα σώματα μας αγκαλιασμένα για πρώτη φορά τόσο σφιχτά.

"Δε θέλω να σε βλέπω να πονάς και να φταίω." αποκάλυψε, κοιτώντας αδιάφορα τη ροή του νερού.

"Ο μεγαλύτερος μου πόνος είναι η αγάπη μου για εσένα." είπα με το ίδιο ύφος και έψαξα τα δάχτυλα του, "Μην με κάνεις να το μετανιώσω πάλι. Σε παρακαλώ." του ζήτησα και έμπλεξα τα δάχτυλα μου με τα δικά του.

"Δεν θα το κάνω." δήλωσε και γύρισε προς το μέρος μου.

"Μην μου λες πως δεν θα το κάνεις, πες μου απλά πως θα προσπαθήσεις." πρόλαβα να πω πριν κολλήσει τα χείλη του πάνω στα δικά μου.

"Μην με αφήσεις ξανά." ζήτησε, σχεδόν παρακάλεσε, και κατέβασε το στόμα του στο λαιμό μου.

Δεν απάντησα στα λόγια του. Για να τον αφήσω ξανά, θα έπρεπε και να μπορούσα.

Και εγώ δεν μπορούσα να τον αφήσω πλέον.

PaidWhere stories live. Discover now