|62|

9.4K 687 29
                                    

Την είδα να κοντοστέκεται έξω από την τζαμαρία, προσπαθώντας να καταλάβει αν είμαι μέσα. Σήκωσα το χέρι μου και της έκανα νόημα να πλησιάσει. Όταν με κατάλαβε, άνοιξε την πόρτα γρήγορα, χωρίς να δώσει σημασία στον τύπο πίσω από αυτήν και έτρεξε στο τραπέζι μου.

"Παντρεύομαι." τσίριξε ενθουσιασμένη και έτεινε το χέρι της στο μέρος μου, δείχνοντας μου το δαχτυλίδι της. Κοίταξα γύρω μου, όλο το μαγαζί μας παρακολουθούσε έκπληκτο. Χαμογέλασα αμήχανα και την έβαλα να καθίσει με το ζόρι, πριν ακουστεί μέχρι τον πάνω όροφο.

"Μη φωνάζεις, παιδί μου. Θα μας ακούσει όλη η Κρήτη." ψιθύρισα και εκείνη έκανε πως υποτίθεται έραψε το στόμα της. Γέλασα με το πόσο τρελή ήταν τελικά, ο Μάρκος είχε δίκιο. Είχε μια τρέλα μοναδική, που σπάνια έβλεπες σε άνθρωπο. Έκανε σα παιδάκι, απορούσα πως ο Άλεξ την άντεχε μερικές φορές.

Τράβηξα το χέρι της και, αφού κοίταξα το όμορφο δαχτυλίδι της, το έκλεισα στην παλάμη μου, ανταποδίδοντας της το πλατύ χαμόγελο. Χαιρόμουν για εκείνη, άξιζε να έχει καποιον να τη φροντίζει. Ήταν καλό παιδί, με είχε βοηθήσει πολύ και ήταν δίπλα μου οπότε την χρειαζόμουν, η τέλεια παρέα. Ενώ εγώ, σκέφτηκα μόνο τον εαυτό μου, την παράτησα και αυτήν όπως και τους υπόλοιπους προκειμένου να ξεφύγω, ήμουν τόσο εγωίστρια, η χειρότερη φίλη. Αυτή όμως πάλι δε με άφησε, συνέχισε να είναι μαζί μου, λες και δεν μας χώριζαν εκατοντάδες χιλιόμετρα στεριάς και μίλια θάλασσας. Δεν είχα ποτέ φίλες μα η Τόνια δεν ήταν απλώς φίλη, αλλά κάτι σαν αδερφή.

"Τι έγινε; Γιατί βούρκωσες;" αναρωτήθηκε και χάιδεψε το μάγουλο μου. Αν μας έβλεπε κανείς θα νόμιζε πως ήμασταν ζευγάρι, τόσο διαχυτική που ήταν.

"Συγκινήθηκα για σένα, φιλενάδα. Σου αξίζουν τα καλύτερα." δήλωσα και εκείνη με έχωσε στην αγκαλιά της, "Τόνια, με πνίγεις." ξέσφιξε τα χέρια της γύρω μου και επανήλθε στη θέση της για να παραγγείλει στο σερβιτόρο που περίμενε.

"Λέμε να τον κάνουμε Ιουλίου, θα μπορέσεις να γίνεις κουμπάρα, έτσι δεν είναι;" ρώτησε και εγώ συμφώνησα άηχα, πίνοντας λίγο από το τσάι μου, "Το ήξερα πως θα δεχόσουν, το είπα και στον Άλεξ αλλά αυτός έλεγε πως ίσως δεν θα ήθελες γιατί θα είναι και ο Μάρκος." είπε γρήγορα τις τελευταίες λέξεις, λες και έλεγε κάποιο μυστικό.

"Δεν έχω πρόβλημα." ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους μου και εκείνη με κοίταξε με μισό μάτι, "Τι με κοιτάς έτσι;" απόρησα, προσπαθώντας να κρύψω την αμηχανία μου.

PaidWhere stories live. Discover now