|29|

9.1K 694 0
                                    

Βγήκα από το εργαστήριο κρατώντας τα βιβλία στα χέρια μου. Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει και ο πονοκέφαλος που είχα τις τελευταίες μέρες είχε χειροτέρεψει λόγω της ηλίθιας καθηγήτριας που είχαμε επί δυο ώρες σήμερα.

Ήμουν τόσο κουρασμένη που ανυπομονούσα πως και πως να φτάσω σπίτι, να ζεσταθώ και να ξαπλώσω. Βέβαια κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο για εμένα. Δεν θα με άφηναν να ηρεμήσω ποτέ, το είχα αποδεχτεί πλέον.

Αδιαφορώντας τόσο για το μαύρο τζιπ στην είσοδο του Πανεπιστημίου όσο και για τον, καλοντυμένο όπως πάντα, Μάρκο που στηριζόταν στο μπροστινό μέρος με τα χέρια στις τσέπες, κατευθύνθηκα προς την καγκελόπορτα της σχολής.

Τον άκουσα να φωνάζει το όνομά μου με αυτόν τον αυστηρό κοφτό τόνο της φωνής του που με έκανε να χάνομαι τόσο πολύ μόνο στο ακουσμά του, ξεχνώντας όλα αυτά που μου έκανε.

Μάλωσα τον εαυτό μου και ανασυγκροτήθηκα αμέσως, αυξάνοντας τον ρυθμό των βημάτων μου. Έπρεπε να φύγω μακριά του όσο πιο γρήγορα γινόταν, αυτός ο άνθρωπος με αποπροσανατόλιζε εντελώς.

"Περίμενε." τράβηξε το χέρι μου από τον αγκώνα και όλα τα βιβλία μου χύθηκαν στο πεζοδρόμιο. Τέλεια.

Έσκυψα για να τα μαζέψω και το ίδιο έκανε και αυτός. Μου έδωσε το τελευταίο, κοιτώντας με στα μάτια μέσα στα μάτια λες και ήθελε να μου κάνει κάποιου είδους μάγια. Άρπαξα νευριασμένη το βιβλίο, το έβαλα στην αγκαλιά μου και στάθηκα πάλι στα πόδια μου.

"Μπορούμε να μιλήσουμε;" ρώτησε αφαιρώντας την αυστηρότητα από την φωνή του και με άγγιξε στο χέρι. Ευτυχώς φορούσα γάντια, τον σιχαινόμουν τόσο πολύ που δεν ήθελα ούτε να με αγγίζει.

"Όχι." απάντησα κοφτά και του γύρισα πάλι την πλάτη, προπορευόμενη στην αντίθετη κατεύθυνση.

Με ακολούθησε ως την στάση του αστικού και στηρίχτηκε στην κολώνα δίπλα μου, να με κοιτάει στα μάτια. Τι διάολο ήθελε από τη ζωή μου επιτέλους;

"Σε παρακαλώ." μουρμούρισε πιο πολύ στον εαυτό του παρά σε μένα.

Του έριξα ένα αδιάφορο βλέμμα και μπήκα στο λεωφορείο που μόλις είχε έρθει για να γυρίσω στο σπίτι της Τόνιας και να γλιτώσω επιτέλους από τον Μάρκο. Το λεωφορείο ήταν σχεδόν γεμάτο. Βολεύτηκα σε μια άδεια θέση δίπλα σε μία κοπέλα και ξεφύσηξα ανακουφισμένη.

"Άσε με να σου μιλήσω." είπε ενώ στάθηκε μπροστά μου, στηρίζοντας το χέρι του ψηλά.

PaidWhere stories live. Discover now