|58|

8.5K 692 65
                                    

Παρέμεινα καθισμένη στον καναπέ του λόμπι, με την υπομονή μου να φτάνει στα όρια της. Ήμουν σίγουρη πως αυτή που είχε αργήσει ήταν η φιλενάδα μου, ο Μάρκος ήταν πάντα συνεπής σε ότι ραντεβού κι αν είχε. Όσα χρόνια και να περάσουν,  κάποια πράγματα θα μένουν ίδια.

Όταν επιτέλους η πόρτα του ασανσέρ άνοιξε, εμφανίστηκαν οι τρεις του μπροστά μου, ντυμένοι στην τρίχα. Κοίταξα τα δικά μου ρούχα, ένα απλό φαρδύ τζιν και ένα λευκό φανελάκι. Μάλλον είχα κατανοήσει λάθος το dress code της βραδιάς.

"Που νομίζετε ότι θα πάμε και ντυθήκατε και οι τρεις έτσι;" αναρωτήθηκα ενώ προχωρούσαμε προς την έξοδο. Η ρεσεψιονίστ διέκοψε το λόγο μου, χαιρετώντας όλους μας αλλά εστιάζοντας κυρίως το βλέμμα της στο Μάρκο. Πολλές σκέψεις και ιδέες πέρασαν από το μυαλό μου, με τις περισσότερες από αυτές να έχουν το ίδιο αποτέλεσμα.

Αυτήν νεκρή.

Θεέ μου, τι έλεγα;

Κούνησα το κεφάλι μου πέρα δώθε, προσπαθώντας να σταματήσω αυτές τις βλακείες που σκεφτόταν το μυαλό μου. Δεν ήταν θέμα ζήλειας, σε καμία περίπτωση δεν ζήλευα. Αφού δεν ήμασταν μαζί, δεν υπήρχε λόγος.

"Φιλενάδα χάζεψες; Σου μιλάω." η φωνή της Τόνιας με επανέφερε στην πραγματικότητα, "Θα πάμε για φαγητό σε ένα εστιατόριο, το έχει ένας γνωστός του Μάρκου. Δε στο είπε;" με ρώτησε και εγώ έσπασα το κεφάλι μου για να θυμηθώ. Μπορεί να ξέχναγα εύκολα πολλά πράγματα τον τελευταίο καιρό, αλλά αν μου έλεγε κάτι τέτοιο, σίγουρα θα το θυμόμουν.

Δεν έδωσα σημασία, δικαιολογώντας τον πως ίσως το είχε ξεχάσει, και μπήκα στις πίσω θέσεις του αυτοκινήτου. Ο Μάρκος έβαλε μπρος και ο Άλεξ δίπλα του, δυνάμωσε το ραδιόφωνο.

"Χαμήλωσε το, σε παρακαλώ."

Το να ακούω αυτήν τη λέξη να βγαίνει από το στόμα του Μάρκου, ειδικά για κάτι τόσο απλό, ήταν πραγματικά έκπληξη. Ο Μάρκος που ήξερα, ο κακομαθημένος γιος του μεγαλύτερου επιχειρηματία σε όλην τη Βόρειο Ελλάδα, εκείνος που μπορούσε να έχει οτιδήποτε θελήσει οπότε το θελήσει, αυτός που ποτέ δεν παρακαλούσε για τίποτα, τώρα το έκανε και μάλιστα σε κάτι που δεν χρειαζόταν. Η πρόοδος που είχε κάνει φαινόταν τεράστια.

Παρόλα αυτά,  Άλεξ και η Τόνια  είχαν παραμείνει ολόιδιοι και αυτό φαινόταν επίσης, αφού ήταν οι μόνοι που μιλούσαν ακατάπαυστα, χωρίς να τους νοιάζει πως ούτε εγώ ούτε ο Μάρκος συμμετείχαμε στη συζήτηση. Βαριεστημένη από τις κλασσικές τους χαζομάρες, άνοιξα το κινητό μου. Είχα να τσεκάρω μηνύματα από το πρωί, έτρεχα με τις αιτήσεις για τα μεταπτυχιακά όλη μέρα και, μόλις ξεμπέρδεψα, βιάστηκα να γυρίσω σπίτι για να ετοιμαστώ.

PaidOù les histoires vivent. Découvrez maintenant