Καθισμένος στην πόρτα του μικρού βιβλιοπωλείου, να κοιτάζει τους περαστικούς χαιρετώντας τους σαν να τους γνώριζε καιρό, όμοια με τα χρόνια που περνούσαν νοσταλγικα και άξαφνα, δίχως όμως να αποτυπώνονται στο πρόσωπο του, που έμενε ατάραχο και ανθισμένο.
Τα μάτια του θύμιζαν λίγες στάλες χειμώνα παγιδευμένες στον κουρασμένο Αύγουστο.
Καθώς περνούσες το κατώφλι του παλαιοπωλειου του, αισθανόσουν μονομιάς σαν να άφηνεις στην κρεμάστρα του νου το παρόν και φορούσες το παλτό του παρελθόντος, το οποίο μεν έφερε πιο τραχύ και αδιαπέραστο ύφασμα αλλά ταυτόχρονα ήταν ακραιφνές.
Οι κιτρινισμενες από την φθορά του χρόνου σελίδες θύμιζαν την ίσως εσωτερική φθορά του ίδιου, η οποία ήταν κάτι που απολύτως φανταζόμουν, καθώς η όψη του θύμιζε ένα ακόμη δειλινό, μια ακόμη έναστρη νύχτα με κάτι ομορφότερο από είκασμα.
Θρυμματισμένες ουτοπίες ολάκερα τα αισθήματα μου,
μονάχα σημασία είχε να θυμάται έστω κάτι,
ίσως το ότι μου αρέσει να διαβάζω ποίηση, Εγγονόπουλο για παράδειγμα.
Είτε πάλι και κάτι το ασήμαντο,
το ότι βρέθηκα εκεί τρεις με τέσσερεις διαφορετικές στιγμές για παράδειγμα.Το ασήμαντο, εξωτερικό περίβλημα δεν ανέφερα ούτε ανέφερε. Άλλωστε ένα όνομα, απλό, άδειο και μονοδιάστατο
δεν είναι κάτι που θα επιθυμούσα να θυμόμαστε.-Α
YOU ARE READING
Μισάνοιχτη Κάμαρη
Poetryέμμετρη καλοκαιρινή θολούρα παρούσα στην μισάνοιχτη κάμαρη των σκέψεων και στο σκοτεινό νοητό τούνελ των θλίψεων σάμπως θυμίζει ταξίδι η μισάνοιχτη ζωή μου καθώς γεμίζει από παραισθηση και ζωντανά φαντάζουν τα φαντάσματα σε μια στιγμή απούσα φα...