Κεφάλαιο 5.

9.4K 709 128
                                    

***

Σήμερα είναι η μέρα της μεγάλης καταστροφής.

Μετακομίσαμε.

Είμαστε έξω από το καινούργιο σπίτι και αδειάζουμε τα πράγματα από το φορτηγό.

Δηλαδή εγώ και ο Μάριος.

Ο μπαμπάς με την Αναστασία είναι μέσα με τους μεταφορείς για να τους δώσουν σαφής οδηγιες για το που θα βαλουν τα έπιπλα.

Πήρα μια κούτα στα χέρια μου και όπως γύρισα για να την πάω στο σπίτι, έπεσα πάνω στον Μάριο.

-Πρόσεχε που πας μωρέ! γκρίνιαξε.

-Εγώ δεν εβλεπα Εσύ έπρεπε να προσέχεις, του αντιμιλησα.

-Μην μου αντιμιλας εμένα μικρό Γιατί δεν θα τα Πάμε Καλά! συνέχισε.

Καλά αυτό είναι σίγουρο.

-Άντε ρε Γιατί τι θα μου κάνεις? τον προκάλεσα και πήγα να φύγω αλλα μου έβαλε τρικλοποδιά και παραλίγο να πέσω.

-Αυτή η συγκατοίκηση θα είναι ο εφιάλτης σου, μου είπε και έφυγε προς τα μέσα με μια κούτα στα χέρια.

-Είναι ήδη, μουρμούρισα και έκανα ότι και εκείνος.

***

Άφησα και την τελευταία βαλίτσα με ρούχα πάνω στο κρεβάτι και κάθισα εξουθενωμενη δίπλα της.

Αφού πήρα μερικές ανάσες σηκώθηκα και άνοιξα την βαλίτσα.

Άρχισα να τακτοποιώ τα πράγματα στην μεγάλη ντουλάπα που ειχα στο δωμάτιο.

-ΜΠΑΜ, φώναξε κάποιος και εγώ τσίριξα από την τρομάρα μου.

-Αι στο διάολο, είπα άγρια, πιάνοντας την καρδιά μου, στον Μάριο που στεκόταν στην πόρτα και γέλαγε με την ψυχή του.

-Έπρεπε να δεις την φάτσα σου, ειπε μόλις ηρέμησε κάπως.

-Άντε παρατα με, είπα εκνευρισμένη και βγήκα από το δωμάτιο χτυπώντας τον επίτηδες στον ώμο.

-Γιατί μαλωνετε βρε παιδιά? ρώτησε η Αναστασία που ηταν στο δίπλα δωμάτιο.

-Δεν μαλώνουμε μαμά, μια αθώα πλάκα της έκανα, δικαιολογήθηκε ο Μάριος.

-Θα σου έλεγα τώρα αλλά εχε χάρη, του ειπα οταν ήρθε δίπλα μου και χαμογέλασα όσο πιο πειστικά μπορούσα στην Αναστασία.

-Ναι όλα καλά, την διαβεβαίωσα και εκείνη έφυγε.

***

Είχα ξαπλώσει το βράδυ και κοιτούσα το ταβάνι.

Make her happy againOpowieści tętniące życiem. Odkryj je teraz