Κεφαλαίο 58

3.8K 346 95
                                    

Λάμπρος
....................

Τσαλάκωσα την αφίσα από την «Η ψυχή του πάθους», μπορεί αυτή η προσπάθεια να απέτυχε αλλά τουλάχιστον δέχτηκε να βγούμε το Σάββατο πηγαίνοντας στο σινεμά. 

Την πέταξα στον κάδο της τάξης, πήρα την τσάντα από το θρανίο μου και πήγα στο πίνακα. Πήρα μια κιμωλία και ζωγράφισα μια καρδιά με ένα βέλος. 

Αυτά τα κάνουν τα 13χρονα κοριτσάκια... σκέφτηκα και χαζογέλασα.  Μιλάμε αυτό το κορίτσι μου έχει πάρει τα μυαλά, και δεν θα την αφήσω να την πάρει κανένας Φώτης.

Ύστερα βγήκα χαρούμενος έξω από την αίθουσα προχωρώντας στον διάδρομο με πολύ αυτοπεποίθηση.

Ξαφνικά σταμάτησα, έμεινα ακίνητος, σταμάτησα να περπατώ. Με αυτό που έβλεπα νευρίασα πολύ, η θερμοκρασία του σώματος ανέβηκε, έσφιξα γροθιές τα χέρια μου.

Έβλεπα την Αμαλία να είναι κάτω στο πάτωμα και ο Φώτης να είναι δίπλα της σε απόσταση αναπνοής, ήταν έτοιμος να την φιλήσει εκτός αν το είχε κάνει ήδη...

Όταν ο Φώτης έφυγε από δίπλα της, γρήγορα κρύφτηκα πίσω από τον τοίχο έτσι δεν πρόλαβε να με δει ούτε ο Φώτης, ούτε η Αμαλία.

"Θα το πληρώσεις αυτό Φώτη...θα το πληρώσεις...η Αμαλία κάποια μέρα θα γίνει δική μου"είπα στον εαυτό μου ελπίζοντας ότι αυτό θα γίνει πραγματικότητα. 

{...}

Αμαλία
................

Σε όλη την διαδρομή δεν μιλήσαμε καθόλου.
Εκείνος μπροστά μου και γω τρία μέτρα πίσω του σκεφτώντας τι έγινε πριν μόλις λίγα λεπτά. 

Πήγε να με φιλήσει... αλλά σταμάτησε. Γιατί; Γιατί πήγε; Γιατί σταμάτησε; Γιατί με μπερδεύει τόσο...;

"Αμαλία;"άκουσα το όνομα μου αλλά εγώ συνέχισα να περπατώ. "Αμαλία;"άκουσα τον όνομα μου πιο δυνατά. Γύρισα πίσω, ήταν ο Φώτης τότε συνειδητοποίησα ότι τον προσπέρασα. 

"Φτάσαμε στο σπίτι σου"μου είπε.

"Α-ααα ναι...εμ σε ευχαριστώ"του απάντησα μπερδεμένη και τον πλησίασα για να μπω μέσα. Έτσι εμφάνισα τα κρυμμένα κλειδιά μου με το cupcake από την γλάστρα, ο Φώτης ρόλλαρε τα μάτια του. 

"Να σε ρωτήσω..."με ρώτησε. "Ωχ...μην μου πεις πάλι για τα κλειδιά..."του είπα γκρινιάζοντας. 

"Όχι... όχι ήθελα να σε ρωτή-"ξαφνικά η πόρτα του σπιτιού μου άνοιξε, ήταν η Ρένα.

"Αμαλία μου, ήρθες; Άκουσα την φωνή σου----"η Ρένα σταμάτησε και άρχισε να περιεργάζεται με τα μάτια της τον Φώτη. "Αμαλία το αγόρι σου;"είπε με αποτέλεσμα να με κάνει να πνιγώ με το σάλιο μου. "Τι; Όχι!! Δεν έχω αγόρι πως σου ήρθε αυτό;"την ρώτησα χάνοντας λίγο τα λόγια μου.

Everything lost [✓]Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ