53. Παρείσακτη

25 7 0
                                    

Η φωνή της σπαραχτική τράνταξε συθέμελα το χώρο σαν σεισμός πολλών ρίχτερ. Μέσα σε εκείνη τη φωνή, μπορούσα να διακρίνω το όνομά μου. Με καλούσε! Ναι, με καλούσε!!!

Εξήλθα από το δωμάτιο που είχα απομονωθεί. Βρισκόμουν ξανά στον λαβύρινθο. Τρίκλισα τη γλώσσα μου. Ποτέ δεν ήταν τόσο πολύπλοκο να βγω. Απλά άνοιγα τα μάτια μου και «ξυπνούσα». Όμως τώρα έπρεπε να βρω την πόρτα εξόδου.

Καθώς όμως περιπλανιόμουν στον δαιδαλώδη λαβύρινθο, πρόσεξα κάτι τρομακτικό. Η μαύρη ομίχλη που τον κάλυπτε άρχισε να πυκνώνει και να αυξάνεται. Άρχισε να καλύπτει τις πόρτες, τις σκάλες, τους διαδρόμους. Δεν είχα καλό προαίσθημα.

Επιτάχυνα το βήμα μου. Ξαφνικά, ένιωσα να σφίγγεται το στομάχι. Να καίγονται τα σωθικά μου. Ένιωθα ότι ο αέρας έκαιγε τα πνευμόνια μου. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Λύγισα. Έπεσα στο πάτωμα.

Ήταν ο πόνος της. Ένας πόνος χειρότερος από εκείνον που είχε νιώσει μέχρι τώρα. Ο πόνος της καρδιάς της ήταν τόσο οξύς που με είχε παραλύσει. Ο λαβύρινθος άρχισε να αλλάζει μορφή. Να διαστρεβλώνεται, να αναποδογυρίζει, να χάνεται και να ξαναχτίζεται.

Αν έμενα εδώ θα παγιδευόμουν για πάντα. Με κόπο σηκώθηκα στα πόδια μου. Συνέχισα να περπατάω ενώ γύρω μου έβλεπα να διαστρεβλώνονται τα πάντα. Μαύρη ομίχλη είχε τυλίξει και εμένα και ένιωθα να χάνω τις δυνάμεις μου.

«Κοιμήσου και όλα θα είναι πιο εύκολα.» άκουσα την εκνευριστική φωνή να λέει αλλά δεν το έλεγε σε εμένα. Έσφιξα τα δόντια μου. Περπάτησα περισσότερο. Ήταν τότε που βρέθηκα μπροστά από μια πόρτα. Μια μεγάλη επιβλητική πόρτα και από ένστικτο ήξερα ότι ήταν η πόρτα που γύρευα.

Όμως κάποιος βρισκόταν εκεί. Μια φιγούρα που η θολή μου όραση δεν μπορούσε να διαχωρίσει. Έκανα μερικά ακόμη βήματα.

Ξαφνικά, η πόρτα άρχισε να τρίζει ανοίγοντας και φως άρχισε να μπαίνει. Με τη βοήθεια του εκτυφλωτικού φωτός κατάφερα να ξεκαθαρίσω την φιγούρα εκείνη και πάγωσε το αίμα μου.

Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν και ρίγησα. Μάτια βυθισμένα στο σκοτάδι. Μάτια που είχαν δει ασχήμια και φρίκη και εξέπεμπαν μίσος και κακία. Τύλιξα τα μπράτσα μου με τα χέρια μου καθώς με τύλιξε ρίγος.

Το πλατύ δαιμονικό και σαρκαστικό χαμόγελο εκείνης της φιγούρας δεν προμήνυε τίποτα καλό. Ξαφνικά, όταν το φως καταλάγιασε, πρόσεξα να αιωρείται στον αέρα κάποιος. Έμεινα άφωνη. Ήταν εκείνη. Με κλειστά μάτια. Με σώμα σε εμβρυική θέση αιωρούνταν σαν να κοιμόταν.

Σκοτεινοί Άγγελοι 2Où les histoires vivent. Découvrez maintenant