66. Το χρέος

23 8 0
                                    

Δεν ξέρω και εγώ για πόσο περπατούσαμε μέσα στο σκοτάδι, διασχίζοντας ατέλειωτους διαδρόμους, ανεβοκατεβαίνοντας ίσιες, στριφογυριστές και ανάποδες σκάλες. Ανοίγοντας πόρτες και έχοντας πρόσβαση σε αναμνήσεις που πριν δεν είχαμε λόγω της φύσης μας.

Δεκάδες πόρτες. Δεκάδες αναμνήσεις. Φυσικά, όσο ανοίγαμε πόρτες, τόσο περισσότερο άρχισα να καταλαβαίνω και δεν ήμουν η μόνη. Και εκείνος καταλάβαινε. Καταλαβαίναμε τι αγώνα είχε δώσει απέναντι σε εκείνον τον δαίμονα. «Βλέπαμε» τι αγώνα έγινε με το σκοτάδι του κόσμου προκειμένου να προστατέψει όσους αγαπούσε, συμπεριλαμβανομένου και «εμάς».

Δεν «μας» περιόρισε επειδή ήμασταν βάρος. Αντίθετα, ήθελε να «μας» προστατέψει ώστε να μας χαρίσει την ευτυχία που πίστευε ότι αξίζαμε. Δεν ήθελε το σκοτάδι του κόσμου να μας φθείρει και να μας κάνει να πονέσουμε περισσότερο από τον πόνο που δεχόμασταν εξαιτίας της.

Στη συνειδητοποίηση αυτή, οι ενοχές και των δυο μας έγιναν ακόμη πιο έντονες. Ο πόνος στην καρδιά μας, ήταν δικός μας και όχι δικός της. Ήταν ο πόνος για το κακό που της κάναμε. Όμως τα αρνητικά εκείνα συναισθήματα τροφοδοτούσαν το σκοτάδι γύρω μας. Η ομίχλη πύκνωνε και ήταν έτοιμη να μας καταπιεί αλλά συνεχώς η φωνή της Εύα, μας ξυπνούσε από το λήθαργο των ενοχών.

Τελικά, φθάσαμε μπροστά από μια πόρτα. Η Εύα όπως πάντα την άνοιξε και αμέσως νιώσαμε ένα ρίγος να μας τυλίγει. Το σκοτάδι σε εκείνο το δωμάτιο ήταν πιο πυκνό και αποπνιχτικό ενώ η ατμόσφαιρα ήταν ψυχρή λες και ήταν ψυγείο.

Η Εύα όρμησε μέσα χωρίς δισταγμό όπως πάντα αλλά έπιανα τον εαυτό μου να διστάζει. Κοίταξα τον Ραφαέλ και παρόλο που φαινόταν επίσης αποφασισμένος να μην ηττηθεί, δίσταζε να κάνει εκείνο το βήμα.

-«Άιβερι, σε βρήκα!!!» αναφώνησε η Εύα και οι καρδιές και των δύο μας χοροπήδησαν. Κοιταχτήκαμε με ντροπή και με δισταγμό, κάναμε εκείνο το ένα βήμα προς το σκοτεινό δωμάτιο.

Κοιτούσαμε τριγύρω αλλά δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο σκοτάδι. Οι ανάσες μας άχνιζαν. Δεν βλέπαμε την Εύα και δεν βλέπαμε εκείνη.

Ξαφνικά, καταφέραμε να διακρίνουμε την φιγούρα του κοριτσιού, το οποίο στεκόταν μπροστά από ένα κουκούλι από αλυσίδες. Ρίγησα. Το θυμόμουν. Εκείνο το κουκούλι είχε σχηματιστεί από αλυσίδες που είχαν παγιδεύσει την Άιβερι.

Η Εύα φώναζε το όνομά της και όπως και με τον Ραφαέλ, απαιτούσε να παίξει μαζί της, όμως δεν υπήρχε καμία ανταπόκριση από το μεταλλικό κουκούλι. Μόνο η φωνή της Εύας και ο ήχος που έκανε το πόδι της στο πάτωμα ακούγονταν και τίποτα άλλο. Όμως αμέσως χάνονταν μέσα στο κενό.

Σκοτεινοί Άγγελοι 2Où les histoires vivent. Découvrez maintenant