Κεφάλαιο 16

113 14 5
                                    

Το σώμα μου παραλύει κάτω απ'το μαγευτικό βλέμμα του που καρφώνει το δικό μου. Το ίδιο αστραφτερό χαμόγελο με τότε εμφανίζεται στα χείλη του και η λάμψη που μου εκπέμπει δυσκολεύει το οξυγόνο να εισέλθει στα πνευμόνια μου. Κάθε γαμημένη φορά η ίδια αντίδραση. Πότε θα το ξεπεράσω; Δείχνω τόσο αδύναμη. Και δεν θέλω. Τουλάχιστον μπροστά σε εκείνον.

<< Σ-συγγνώμη...>> τραυλίζω μέσα απ'τα δόντια μου. Πάλι το κάνω αυτό.

<< Βρε βρε...για κοίτα ποια είναι >> κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου και εγώ με τη σειρά μου ένα προς τα πίσω.

<< Γ-Γεια σου William >> αχ κοφ'το Emily.

<< Πώς και περνάς από εδώ; >> πλησιάζει και πάλι και απομακρύνομαι ξανά. Ε που θα πάει τέλος πάντων;

<< Σπίτι μου πηγαίνω. >> λέω δειλά, ενώ είμαι εγκλωβισμένη στη ματιά του.

<< Νόμιζα ότι δεν περνούσες πια απ'τη γειτονιά μου. >> μισώ αυτό το ειρωνικό του χαμόγελο, αν και απ'την άλλη το λατρεύω.

<< Γιατί όχι; Δεν σκέφτηκα καν εσένα όταν προχωρούσα από εδώ. >> απαντάω προσπαθώντας να φανώ πιο σκληρή. Ναι καλά. Συνεχίζω την οπισθοχώρηση, αφού πλησιάζει απειλητικά κοντά μου, χωρίς να βλέπω ή να ξέρω καν που πάω. Με έχει αιχμαλωτίσει στο γαλανό των ματιών του και απλά προσπαθώ να ξεφύγω. Ξαφνικά σκοντάφτω σε κάτι που ούτε γνωρίζω τι είναι και τρομάζω καθώς χάνω την ισορροπία μου. Σύντομα όμως τα χέρια του βρίσκονται σφιχτά γύρω μου, ώστε να αποφύγω να πέσω. Με μιας είμαι κολλημένη επάνω στο στήθος του ανταλλάσσοντας ματιές. Νιώθω τα μάτια μου να βουρκώνουν. Όχι επειδή φοβάμαι ή κάτι τέτοιο, απλά μου αρέσει αυτή η αίσθηση, να με κρατάει έτσι. Μου είχε λείψει. Αλλά όχι, δε θέλω να είμαι άλλο κοντά του. Θέλω να με αφήσει τώρα, όσο και αν η καρδιά μού μου λέει να μην το κάνω. Χαμηλώνω το κεφάλι. Για κανέναν λόγο δεν θα τον άφηνα να με δει να κλαίω. Όχι πάλι. Όχι για εκείνον.

Βρίσκω την δύναμη και το θάρρος να τον σπρώξω κάτι που τον εκπλήσσει. Αντιδρά άμεσα όμως και τώρα βρίσκομαι ανάμεσα στον τοίχο και το σώμα του. Όχι, όχι δεν ήθελα να γίνει αυτό.

<< Τι έκανες; >> ρωτάει με έναν τόνο ειρωνίας στη φωνή του. Δεν απαντάω. Ξέρω ότι είναι νευριασμένος για αυτό ούτε τολμάω να τον κοιτάξω.

<< Ρώτησα κάτι! Τι πήγες να κάνεις; Κοίταξε με! >> τονίζει τις δύο του τελευταίες λέξεις. Σκύβω περισσότερο το κεφάλι. Τα δάκρυα από στιγμή σε στιγμή θα ελευθερωθούν, το νιώθω.

• Night Changes •Donde viven las historias. Descúbrelo ahora