Κεφάλαιο 69

56 5 18
                                    

Η διαδρομή μέχρι το σπίτι είναι... Ήσυχη. Δεν φαίνεται πολύ πρόθυμος για συζήτηση και από την άλλη ούτε εγώ έχω όρεξη να παίξω τον ευγενικό ρόλο και να ξεκινήσω μια ανούσια κουβέντα με έναν ναρκομανή. Οπότε περπατάμε σε μια, όχι απαραίτητα άβολη, σιωπή. Νομίζω πως σκόπιμα έχει κρατήσει μια απόσταση τουλάχιστον ενός μέτρου από εμένα, αλλά δεν είναι κάτι που με απασχολεί. Έχει σηκώσει την κουκούλα της ζακέτας πάνω απ'τα μαλλιά του όπως συνηθίζει να κάνει κάθε φορά και το κεφάλι του είναι σκυφτό, μετρώντας τα βήματα του.

Είκοσι περίπου μέτρα μακριά από το σπίτι μου, σταματάω. Εκείνος σηκώνει απορημένος το βλέμμα από τα παπούτσια του. Κοιτάζει από πίσω μου κι ύστερα εμένα. Πιάνει αμέσως το νόημα• δεν πρέπει να μας δουν μαζί.

«Εγώ την κάνω» Σκύβει το κεφάλι και με τα χέρια στις τσέπες της ζακέτας του διασχίζει με μεγάλα βήματα τον δρόμο ώστε να φτάσει στην απέναντι πλευρά, ενώ εγώ συνεχίζω την ελάχιστη διαδρομή που μου απομένει.

Στο σκαλοπάτι μπροστά από την πόρτα βρίσκω έναν λεπτό καφετί φάκελο, σαν αυτούς του ταχυδρομείου, κάτω από μια πέτρα. Σκύβω να τον πιάσω και βλέπω στην μπροστινή όψη του το όνομα μου γραμμένο από στυλό και με καλλιγραφικά γράμματα. Κανένα άλλο στοιχείο. Αναρωτιέμαι από ποιον να είναι, αφού μάλλον δεν χτύπησε καν την πόρτα για να το παραδώσει σε κάποιον. Απλά το άφησε εδώ.

Κρύβω τον φάκελο κάτω από το σακάκι μου και μπαίνω στο σπίτι.

«Γύρισα» Φωνάζω.

«Μπορείς να έρθεις για λίγο εδώ;» Ακούω τον αδερφό μου να απαντάει από το σαλόνι.

«Τι θέλεις;» Ξεπροβάλλω το κεφάλι μου από την πόρτα και τον κοιτάζω.

«Να τα πούμε λίγο» Ο τόνος στην φωνή του δεν προδίδει εκνευρισμό μήτε ανησυχία. Είναι σχεδόν τρυφερός, που σημαίνει πως είναι πρόθυμος για πρώτη φόρα μετά από μήνες να κάνουμε μια ήρεμη και πολιτισμένη συζήτηση. Δυστυχώς θα πρέπει να αρνηθώ, διότι είναι πιθανόν να υπάρχουν ακόμη τα αποτυπώματα του William στον λαιμό μου και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να τα δει.

«Να μιλήσουμε καλύτερα αργότερα; Θέλω να ξεκουραστώ, αν δεν σε πειράζει»

«Ναι, φυσικά» Γυρίζω για να φύγω, αλλά με σταματάει ξανά.

«Τι έχουν τα μάτια σου;» Για μια στιγμή τον κοιτώ σαστισμένη. Σωστά, έκλαιγα σαν τρελή πριν δέκα λεπτά.

• Night Changes •Where stories live. Discover now