{Τρίτη, 3 Νοεμβρίου}
Τα βλέφαρα μου ανοίγουν και κλείνουν επανειλημμένα για κάποια δευτερόλεπτα συνεχόμενα, ώσπου βρίσκω το κουράγιο να τα κρατήσω ανοιχτά. Τα νιώθω τόσο βαριά, όπως όταν κοιμάμαι βαθειά μετά από μια εξαντλητική ημέρα και το επόμενο πρωί δυσκολεύομαι να σηκωθώ από το κρεβάτι, παρότι είμαι πλέον ξεκούραστη. Κατεβάζω το βλέμμα από το λευκό ταβάνι που στέκει από επάνω μου και αντικρίζω αντίστοιχα τέσσερις άσπρους τοίχους που σίγουρα δεν ανήκουν σε αυτούς του δωματίου μου.
Με μια απότομη κίνηση ανασηκώνω την πλάτη μου από το σκληρό στρώμα ώστε να είμαι καθιστή και η ματιά μου τρέχει πανικόβλητη στο ευρύχωρο σκοτεινό δωμάτιο του νοσοκομείου. Γιατί είμαι εδώ; Τι μου συνέβη; Πώς βρέθηκα εδώ; Και γιατί είμαι ολομόναχη; Ξέρουν ότι φοβάμαι τα νοσοκομεία, δεν αντέχω να μένω μόνη. Ειδικά όταν τα φώτα είναι κλειστά.
Οι ανάσες μου γίνονται ακανόνιστες, η καρδιά μες το στήθος μου χτυπάει γρήγορα από φόβο και τα μάτια μου πλημμυρίζουν από τρομοκρατημένα δάκρυα. Τη στιγμή που είμαι έτοιμη να ξεσπάσω σε κλάματα, μια εσωτερική πόρτα του δωματίου- μάλλον της τουαλέτας-, ανοίγει και το βλέμμα μου διασταυρώνεται με αυτό του αδερφού μου. Όταν συνειδητοποιεί ότι είμαι ξύπνια και μάλιστα στα πρόθυρα μιας κρίσης πανικού, βιάζεται να έρθει κοντά μου. Εγώ απλώνω με ένταση το δεξί μου χέρι προς αυτόν και τότε ο στύλος που στηρίζει ένα μεγάλο πλαστικό μπουκάλι ορού που ποτίζει τις φλέβες μου, μέσα από ένα σωληνάκι στην αντιστροφή της παλάμης μου, γέρνει προς τα εμπρός. Ο Harry όμως προλαβαίνει να τον πιάσει και να τον στερεώσει ξανά.
«Τι έχω;» Τον ρωτάω πανικόβλητη. Δεν θυμάμαι καν να ήρθα ως εδώ ή κάποιον να με μεταφέρει.
«Είσαι μια χαρά, μην κλαις» Τα μπράτσα του με κλείνουν στην αγκαλιά του όπου καταφέρνω να ηρεμήσω κάπως. Το μυαλό μου έχει θολώσει, δεν μπορώ να σκεφτώ ή να θυμηθώ το οτιδήποτε.
«Τότε γιατί είμαι εδώ; Που είναι η μαμά και ο μπαμπάς; Τι ώρα είναι;» Ο εγκέφαλος μου αρχίζει να λειτουργεί και πάλι, οπότε του κάνω απανωτά μερικές ερωτήσεις.
«Στα σπίτια τους. Τους είπα να ξεκουραστούν επειδή δουλεύουν το πρωί και θα μείνω εγώ εδώ. Και η ώρα είναι-» Κάνει μια μικρή παύση για να κοιτάξει το ρολόι στον καρπό του. «Τέσσερις και τέταρτο το χάραμα. Κοιμόσουν όλη την ημέρα εχθές» Μου εξηγεί. Ύστερα ξεφυσάει και καθίζει στην άκρη του κρεβατιού, ενώ μου υποδεικνύει να ξαπλώσω πίσω στο μαξιλάρι. Αφού σιγουρευτεί ότι έχω βολευτεί, ξεκινάει να μιλά και πάλι.
YOU ARE READING
• Night Changes •
Fanfiction"Meeting you was fate. Becoming your friend was a choice. But falling in love with you was beyond my control."