Κεφάλαιο 62

68 4 18
                                    

{Τετάρτη, 28 Οκτώβρη}

Από τη στιγμή που ξύπνησα σήμερα το πρωί, είμαι συνεχώς ανήσυχη. Παρότι κοιμήθηκα αρκετά αργά, όλα αυτά που είχα στο κεφάλι μου δεν με άφησαν να απολαύσω έστω έναν ξεκούραστο ύπνο. Οπότε από νωρίς το πρωί τριγύριζα μες το σπίτι ψάχνοντας οτιδήποτε που θα με κρατούσε απασχολημένη μέχρι το μεσημέρι. Επειδή περίμενα τον πατέρα μου να επιστρέψει από τη δουλειά ώστε να του σερβίρω φαγητό, να κουβεντιάσω για λίγο μαζί του και ύστερα να φύγω. Είχα έτοιμο τον σάκο με τα πράγματα μου, έτσι, αφότου τον αποχαιρέτησα και εκείνος πήγε να ξαπλώσει για να ξεκουραστεί ύστερα από μια ακόμη δύσκολη ημέρα, περίμενα ανυπόμονα τον αδερφό μου να έρθει και να με πάρει για να γυρίσω σπίτι.

Ένιωσα μια μικρή ανακούφιση όταν πέρασα το κατώφλι που από μικρή γνώρισα ως πραγματικό μου σπίτι. Η μητέρα μου με υποδέχτηκε αμέσως με μια σφιχτή αγκαλιά και κάποια φιλιά στο μάγουλο που καθησύχασαν αρκετά την φουρτούνα που πάλευε μέσα μου από εχθές το βράδυ. Το να συζητάω με τη μαμά ή τον αδερφό μου όλα μου τα προβλήματα για εμένα ήταν πάντα βάλσαμο στην ψυχή, όμως πλέον πάει πολύς καιρός που έχω να το κάνω και για αυτό φταίνε οι περιστάσεις. Κάποια πράγματα είναι καλύτερα για όλους να μένουν κρυφά. Άλλωστε πιστεύω πως είμαι αρκετά μεγάλη για να τα αντιμετωπίσω μόνη μου. Προσπαθώ τουλάχιστον... υποθέτω.

Καθίζουμε και οι τρεις στον καναπέ του σαλονιού ώστε να μιλήσουμε επιτέλους όλοι μαζί, όμως τα γεγονότα που με βασανίζουν δεν μου επιτρέπουν να περάσω μια ήρεμη οικογενειακή στιγμή. Και το ξέρω πως η συμπεριφορά μου φαίνεται αλλόκοτη, όσο κι αν καταβάλλω προσπάθεια να δείχνω φυσιολογική μπροστά τους. Χαίρομαι όμως που κανείς από τους δύο δεν το αναφέρει, γιατί νιώθω πως είμαι έτοιμη
με την παραμικρή πίεση να εκραγώ. Οπότε σκαρφίζομαι μια φθηνή δικαιολογία για να τους δώσω το μήνυμα πως προτιμώ να μείνω μόνη, κι ύστερα πηγαίνω στο δωμάτιο μου.

Πετάω τον σάκο πάνω στο κρεβάτι και αρχίζω απευθείας να τακτοποιώ τα ρούχα στην ντουλάπα μου, όταν, ούτε δύο λεπτά αργότερα, ακούω την πόρτα να χτυπάει και βλέπω τον Harry να μπαίνει μέσα.

« Μπορώ; »

« Έλα » Απαντάω καθώς τοποθετώ το τελευταίο μπλουζάκι που έχει απομείνει πάνω σε μια στοίβα.

« Τι έγινε αδερφούλα, μας ξεχνάς τόσο εύκολα εμάς; » Με ρωτάει πλησιάζοντας στο κρεβάτι όπου καθίζει κιόλας.

• Night Changes •Où les histoires vivent. Découvrez maintenant