κεφάλαιο 7

5.6K 629 10
                                    


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Μπαίνοντας στον "Μπλε Λύκο" ένιωσα μια γλυκιά νοσταλγία. Μου άρεσε αυτό το μπαρ και όποτε βρισκόμουν στην Ελλάδα γινόταν το στέκι μου. Σαν μαγαζί δεν είχε να σου προσφέρει κάτι ιδιαίτερο, η διακόσμηση ήταν απλή και η μουσική υποφερτή. Αυτό που με είχε κερδίσει ήταν η διακριτικότητα τόσο του προσωπικού όσο και τον υπολοίπων θαμώνων που σύχναζαν εκεί. Τα ποτά ήταν καθαρά, τα λόγια λιγοστά και ο καθένας κοιτούσε τη δουλειά του. Οι περισσότεροι που σύχναζαν εδώ ήταν σταθεροί πελάτες, τους γνώριζα, όχι προσωπικά... απλά γέμιζαν την εικόνα που είχα συνηθίσει. Που και που εμφανίζονταν μερικοί άγνωστοι που είχαν βρει το μαγαζί τυχαία ή κάποιος τους είχε μιλήσει για αυτό. Εάν ήθελαν να πιούν μερικά ποτά και να περάσουν καλά τότε ήταν ευπρόσδεκτοι, εάν πάλι ήθελαν να δημιουργήσουν φασαρίες τότε τους αναλάμβανε ο Ραμόν.

Ο Ραμόν ήταν παιδικός φίλος της Βανέσας, της ιδιοκτήτριας του "Μπλε Λύκου" και υπεύθυνος του μαγαζιού όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Η αντισυμβατική του όψη και η κοψιά του σε κρατούσε μακριά του αν είχες λίγο μυαλό. Τα εκατόν ενενήντα εκατοστά του ύψους του σε συνδυασμό με τα εκατό δέκα κιλά που ζύγιζε, τον έκαναν άξιο αντίπαλο για τρεις άντρες μαζί. Τον είχα δει να τα βάζει και με παραπάνω και πραγματικά ήταν απολαυστικός!

Η φιλία μας κρατούσε σχεδόν τέσσερα χρόνια, είχε ξεκινήσει επιφυλακτικά και από τις δύο πλευρές μέχρι που ένα βράδυ είχα μείνει τελευταίος στο μπαρ. Ο Ραμόν με κέρασε μερικά ποτά και ξεκίνησε να μου μιλάει για την χώρα του, την Ρουμανία και για το όνειρο που είχε να επιστρέψει κάποτε εκεί. Η Βανέσα, συμπλήρωνε τα κενά του σχεδίου του και τον κοιτούσε με αγάπη. Τότε δεν είχα καταλάβει ακριβώς την φύση της σχέσης τους, νόμιζα ότι ήταν ζευγάρι. Αργότερα κατάλαβα ότι ήταν απλά φίλοι, σχεδόν αδέρφια. Λίγο καιρό μετά ανοίχτηκα και στους δύο και τους εκμυστηρεύτηκα κάποια πράγματα για τον εαυτό μου... σχεδόν τίποτα ουσιαστικό. Κι όμως τους ήταν αρκετό. Από τότε τους θεωρώ φίλους μου και εκείνοι με θεωρούν οικογένεια.

Κοίταξα γύρω μου, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Προχώρησα προς το μπαρ και εκεί αντίκρισα την Βανέσα να μιλάει με ένα ζευγάρι. Μόλις με είδε μου έκανε νόημα ότι έρχεται. Κάθισα σε ένα από τα άδεια σκαμπό και έριξα μια ματιά στο κινητό μου, ο Γρηγόρης όπως πάντα είχε αργήσει. Η Βανέσα με πλησίασε αφήνοντας μπροστά μου ένα ποτήρι και ένα μπουκάλι με το αγαπημένο μου ουίσκι. Την κοίταξα στραβά, δήθεν ενοχλημένος από την πρωτοβουλία που είχε πάρει. Ήταν ωραία γυναίκα, ζόρικη και σίγουρη για τον εαυτό της. Στα μαλλιά της από τότε που είχα να την δω είχαν προστεθεί μερικές πράσινες τούφες που έδιναν την εντύπωση ότι είχε ξεφυτρώσει μέσα από κάποιο βιβλίο φαντασίας.

Γράφω μόνο για εσένα...Where stories live. Discover now