κεφάλαιο 10

5.5K 672 10
                                    


ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Φορώντας μονάχα ένα τζιν και τα δερμάτινα άρβυλα μου, ξεκίνησα για το πατρικό μου. Ο αέρας δρόσιζε το νοτισμένο μου κορμί μειώνοντας το κάψιμο που ένιωθα μέσα μου να μου λιώνει την ψυχή. Βρισκόμουν εδώ τόσες μέρες και δεν είχα πάρει απόφαση να επισκεφθώ το σπίτι από κοντά, στη σκέψη όμως ότι κάποιος με είχε παρακούσει και είχε μπει στο δωμάτιο της, τρελαινόμουν. Βγήκα από το μονοπάτι και έκοψα δρόμο μέσα από τον κήπο, κινούμουν γρήγορα περνώντας ξυστά από δέντρα και θάμνους που έβρισκα μπροστά μου, προσέχοντας πολύ να μην πατήσω τα λουλούδια του Λάμπρου. Όταν έφτασα στην πίσω πλευρά του σπιτιού έσφιξα τις γροθιές μου έτοιμος για καβγά. Κανένας δεν επιτρεπόταν να μπαίνει σε εκείνο το δωμάτιο, μόνο η Βασιλική για να το καθαρίζει, κανένας άλλος!

Δεν είχα κλειδί μαζί μου αλλά πιθανότατα δεν θα το χρειαζόμουν. Η Βασιλική είχε κλειδωθεί πολλές φορές έξω από το σπίτι στο παρελθόν και από τότε συνήθιζε να κρύβει ένα κλειδί σε συγκεκριμένο σημείο για να μην τύχει να βρεθεί ποτέ ξανά σε αυτή τη δύσκολη θέση. Κοίταξα τις δύο πέτρινες χελώνες που στόλιζαν το περβάζι του παραθύρου και χωρίς να το σκεφτώ σήκωσα την μεγαλύτερη. Η λάμψη του φεγγαριού έπεσε πάνω στο μεταλλικό κλειδί κάνοντας με να χαμογελάσω με το πόσο προβλέψιμη ήταν αυτή η γυναίκα. Μπήκα στο σπίτι και στάθηκα μπροστά στην ανοιχτή πόρτα ανασαίνοντας βαριά... είχα πολύ καιρό να βρεθώ εδώ μέσα, πίστευα ότι οι αναμνήσεις θα με βάραιναν αμέσως αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη δεν συνέβη κάτι τέτοιο.

Προσπέρασα την κουζίνα και προχώρησα στο βάθος του σπιτιού. Δεν φοβήθηκα μήπως έβρισκα κάποιον εισβολέα, ίσως να το ήθελα κι'όλας. Είχα καιρό να ξεσπάσω και όλη η ένταση που μαζευόταν μέσα μου εδώ και μερικούς μήνες κάπου έπρεπε να εκτονωθεί... είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που βρέθηκα εμπλεκόμενος σε καβγά και μου είχε λείψει όλο αυτό. Στάθηκα κάτω από τη σκάλα, προσπαθώντας να μην κοιτάξω καθόλου την είσοδο, έμεινα ακίνητος ώστε να μπορέσω να ακούσω κάποιον ξένο ήχο... δεν αντιλήφθηκα τίποτα παράξενο, οι ήχοι του σπιτιού, μου ήταν γνώριμοι, σχεδόν φιλικοί από τις τόσες φορές που είχα μείνει μόνος μαζί τους.

Ανέβηκα την σκάλα αργά αργά αγγίζοντας απαλά την ξύλινη κουπαστή, σε κάποια σημεία παρατήρησα ότι το ξύλο είχε φθαρεί και χρειαζόταν συντήρηση, το σημείωσα νοητά στο πίσω μέρος του μυαλού μου καθώς πλησίαζα το δωμάτιο της μητέρας μου. Το φως ήταν σβηστό τώρα πια αλλά η λάμπα τρεμοέπαιζε. Συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να συντηρηθούν και τα ηλεκτρολογικά... Έσπρωξα την μισάνοιχτη πόρτα και μπήκα μέσα ανασαίνοντας βαθιά το υπέροχο άρωμα που ανέδυε το δωμάτιο... κάθε φορά, όσα χρόνια και αν είχαν περάσει, ένιωθα την γαλήνια αύρα της να με περιτριγυρίζει. Κάθισα στο κρεβάτι της και ξάπλωσα πίσω κλείνοντας τα μάτια μου, προσπάθησα να θυμηθώ το πρόσωπο της αλλά η εικόνα που μπόρεσα να φέρω στην μνήμη μου ήταν θολή. Ο ήχος από τα κλαδιά της αμυγδαλιάς που έφτανε μέχρι το παράθυρο με νανούρισε και για πρώτη φορά ένιωσα να βυθίζομαι μέσα σε βαμβάκι μαλακό και ανάλαφρο...

Γράφω μόνο για εσένα...Where stories live. Discover now