Γούρλωσα τα μάτια μου και άρχισα να τρέχω έξω από τις τουαλέτες προσπαθώντας να τον αποφύγω όμως με κυνήγησε από πίσω. Λίγο πριν χαθώ μέσα στον κόσμο που χόρευε, πρόλαβε και με τράβηξε από τον καρπό.
«Γαμώτο μόνος μου μιλάω;» Φώναξε αλλά ευτυχώς η μουσική ήταν τόσο δυνατή που δεν ακούστηκε. Τράβηξα απότομα το χέρι μου από την λαβή του και του γύρισα πλάτη συνεχίζοντας τον δρόμο μου προς τον Θωμά.
«Κάτσε λίγο ρε γαμ...» Ξαναξεκίνησε να τρέχει πίσω μου ώσπου ξαφνικά άκουσα έναν δυνατό ήχο σαν γυαλιά να σπάνε και γύρισα απότομα για να δω τι έγινε.
Ο Dragon ήταν πεσμένος κάτω ενώ ένας σερβιτόρος ήταν από πάνω του. Τα ποτήρια με αλκοόλ που κουβαλήσε είχαν σπάσει και σκορπιστεί παντού τριγύρω τους. Κόσμος άρχισε να μαζεύεται και τους έκανα πέρα για να φτάσω κοντά του.
Παρατήρησα πως ο Dragon δεν κουνιόταν και το αίμα στις φλέβες μου πάγωσε. Έτρεξα πάνω τους και και με την βοήθεια μερικών παιδιών καταφέραμε να σηκώσουμε τον νεαρό σερβιτόρο. Με ευχαρίστησε όμως τον αγνόησα και τον αφήνω σε κάτι άλλα παιδιά που προσφέρθηκαν να τον αναλάβουν.
Προσεκτικά έπεσα στα γόνατα δίπλα του και άρχισα να τον ταρακουνάω. Δεν ανταποκρίθηκε και είχα αρχίσει να φοβάμαι. Έπιασα στον καρπό του και τεστάρω αν έχει σφυγμό μέχρι που το γέλιο του με σταμάτησε και τον κοίταξα έκπληκτη.
«Είσαι καλά;» Τον ρώτησα όμως αδυνατούσε να απαντήσει γιατί είχε λυθεί στα γέλια. Τον χαστούκισα θυμωμένη και σηκώθηκα πάνω. Προσπάθησε να σηκωθεί και αυτός για να με προλάβει, όμως οι παλάμες του ήταν σκισμένες από τα γυαλιά. Τον κοίταξα όπως μόρφαζε από τον πόνο και τον λυπήθηκα, έτσι τον βοήθησα και με τα χίλια ζόρια κατάφερα να τον σηκώσω
«Από εδώ.» Μου είπε και έπιασε το χέρι μου όσο προσεκτικότερα μπορούσε. Με οδήγησε έξω από έναν ανοιχτό χώρο στον πάνω όροφο όπου δεν υπάρχει ψυχή.
«Κάτσε εδώ.» Μου έδειξε έναν καναπέ κοντά στην άκρη του μπαλκονιού. Κάθισε και αυτός δίπλα μου και τον κοίταξα που προσπαθούσε να καθαρίσει τις πληγές του με το ύφασμα της λευκής μπλούζας του.
«Κάτσε εδώ, επιστρέφω!» Πετάχτηκα πάνω και έτρεξα πάλι στο μαγαζί. Προσπάθησα να προσανατολιστώ για να βρω το τραπέζι που είχα αφήσει τα πράγματα μου και μόλις το βρήκα άρπαξα το τσαντάκι μου και γύρισα για να ανεβώ πάνω όμως η φωνή του Θωμά με σταμάτησε.
«Που ήσουν τόσην ώρα;» Με ρώτησε, άφησε το ποτήρι του στο τραπέζι και πέρασε το χέρι του γύρω από την μέση μου. Ξεροκατάπια και κοίταξα το πάτωμα.
«Είχε πάρα πολύ κόσμο στις τουαλέτες και μετά στον δρόμο συνάντησα ένα συμμαθητή μου από το νηπιαγωγείο, πιάσαμε την κουβέντα και ξεχάστηκα και τώρα συνειδητοποίησα πως είδα την ανιψιά της ξαδέρφης της γιαγιάς μου και πρέπει να πάω να της μιλήσω. Επιστρέφω αμέσως!» Τσίριξα και άρχισα να τρέχω μακριά του χωρίς να περιμένω την απάντηση του.
Πλησίασα τον μπάρμαν και του ζήτησα να μου δώσει το μπεταντίν το καταστήματος, με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη. Αφού με κοίταξε περίεργα, μου το έδωσε κα τον ευχαρίστησα.
Ανέβαινα τις σκάλες δυό-δυό και μόλις έφτασα έξω από το μπαλκόνι, πήρα μια βαθιά ανάσα και προετοιμάστηκα. Βγήκα έξω και κάθισα δίπλα του. Έβγαλα λίγο μπεταντίν σε ένα χαρτομάντιλο και τον κοίταξα. Έκατσα πιο κοντά του και έπιασα τα χέρια του για να τον βοηθήσω.
«Μην τολμήσεις.» Μου είπε απειλητικά και τράβηξε τα χέρια του μακριά μου. Δεν έδωσα σημασία στις χαζομάρες του και ξαναέβαλα τα χέρια του πάνω στα πόδια μου ώστε να τα καθαρίσω.
«Σε πονάω;» Ρώτησα και το μόνο που έκανε ήταν να με κοιτάξει. Συνέχισα να περνάω το χαρτομάντιλο πάνω από τις πληγές του όσο αυτός με κοιτάζει επίμονα. Χωρίς να το καταλάβω πάτησα λίγο παραπάνω την γρατζουνιά στον καρπό του και έβρισε ψυθιριστά.
«Συγγνώμη.» Μουρμούρισα και τον κοίταξα διστακτικά. Κατάφερνε να με μεθά με το εκπληκτικό γαλάζιο των ματιών του ακόμη κι αν αυτά ήταν τελείως ανέκφραστα.
Είχαμε φτάσει σε απόσταση αναπνοής πλέον, χωρίς να το καταλάβω. Δάγκωσε τα χείλη του σαν να προσπαθούσε να καταπολεμήσει κάτι μέσα του όμως η έκφραση του άλλα έλεγε.
Έσκυψε και με φίλησε ξαφνικά και βίαια. Τύλιξε προσεκτικά τα χέρια του γύρω από την μέση μου, για να μην με λερώσει και με έφερε πιο κοντά του. Η γλώσσα του γλίστρησε στο στόμα μου χωρίς να του δώσω την άδεια και πλέον το φιλί είχε πάρει άλλη διάσταση.
Έκανε απόπειρα να με ανεβάσει πάνω του, όταν πέρασα τα χέρια μου γύρω από τον αυχένα του όμως δεν τον άφησα. Για την ακρίβεια τον έσπρωξα μακριά μου και σηκώθηκα πάνω. Άρπαξα τα πράγματα μου και άρχισα να τρέχω μέσα.
Λίγο πριν φύγω τον άκουσα να φωνάζει το όνομα μου όμως δεν γύρισα ούτε στιγμή για να τον κοιτάξω. Μα τι στο καλό σκεφτόμουν;
Μόλις έφτασα ξανά στο μαγαζί διόρθωσα λίγο το φόρεμα και τα μαλλιά μου και ξαναεπέστρεψα στο τραπέζι όπου καθόταν ακόμη ο Θωμάς.
«Πως πήγε;» Με ρώτησε και τον αγκάλιασα χωρίς να το καταλάβω ενώ αυτός φάνηκε να ξαφνιάζεται.
«Θωμά θέλω να σου πω κάτι…» Του είπα και τον κοίταξα. Κάθισα στην καρέκλα δίπλα του και έπιασα τα χέρια του.
«Αποφάσισα πως θα μας δώσω μια ευκαιρία.» Είπα τελείως απερίσκεπτα και τα μάτια του άνοιξαν από την έκπληξη.
--
YOU ARE READING
Anarchy
Teen Fiction[ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΈΝΗ] "Για που νομίζεις ότι το έβαλες;" Με ρώτησε, ενώ εγώ εστίασα το βλέμμα μου στα καταγάλανα μάτια του που ξεπρόβαλαν μέσα από την μαύρη μάσκα του. Μου κίνησε τόσο το ενδιαφέρον που επιθυμούσα να την τραβήξω και να αποκαλύψω το πρόσωπο τ...