Κεφάλαιο 46

10.7K 821 78
                                    

Δυστυχώς οι γονείς μου γυρίσαν δύο μέρες νωρίτερα έτσι ο Άρης αναγκάστηκε να με επιστρέψει σπίτι το τρίτο βράδυ που θα κοιμόμουν σπίτι του. Ευτυχώς ο πυρετός μου είχε πέσει και ένιωθα και πάλι καλά!

"Άσε με εδώ και θα περπατήσω μέχρι το σπίτι για να φανεί ότι γύρισα με τα πόδια από την Αναστασία" Του είπα και φρέναρε κάπως απότομα αλλά ευτυχώς φορούσα την ζώνη μου.

"Θα μου λείψεις" Κλαψούρισα και τεντώθηκα για να τον αγκαλιάσω. Το κεφάλι του χώθηκε στον λαιμό μου και εγώ είχα σφιχτά τυλιγμένα τα χέρια μου γύρω από τον σβέρκο του. Έπιασε το μάγουλο μου και με φίλησε απαλά όμως τον απομάκρυνα πριν προλάβει και με παρασύρει.

"Θα αργήσω. Καληνύχτα!" Είπα βιαστικά, τον φίλησα μια τελευταία φορά και βγήκα από το αυτοκίνητο. Καθώς απομακρυνόμουν από εκεί ένιωθα το βλέμμα του να καίει την πλάτη μου όμως απέφυγα να γυρίσω και εγώ, γιατί έτσι θα έτρεχα πίσω και ποιός θα μας μάζευε!

Μπήκα στο σπίτι μου και πήγα κατευθείαν να καλωσορίσω τους γονείς μου, οι οποίοι τρέχαν πάνω κάτω και τακτοποιούσαν τα πράγματα τους.

"Καλλιρόη μου πως πέρασες στην Αναστασία;" Με ρώτησε ο πατέρας μου και κρατήθηκα για να μην βήξω και προδωθώ. Χαμογέλασα ψεύτικα και τους πλησίασα.

"Πάρα πολύ ωραία! Χιόνισε και μια μέρα και βγήκαμε έξω για να παίξουμε χιονοπόλεμο σαν τα μωρά" Τους είπα και ο πατέρας μου χάιδεψε το πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Εγώ τραβήχτηκα λίγο και έκανα πιο εκεί. Δεν ένιωθα την ίδια οικειότητα που ένιωθα μαζί τους όπως ένιωθα παλιά, όμως φρόντιζα να το κρύβω για να μην γινόταν χαμός.

"Τώρα πάω στο δωμάτιο μου για να διαβάσω λίγο, καληνύχτα" Με αυτά τα λόγια αποσύρθηκα από την παρέα τους και έτρεξα στον πάνω όροφο. Αρχικά έκανα μια στάση στο δωμάτιο του αδερφού μου και του έκανα λίγη παρέα γιατί είχα να τον δω μέρες και μετά κλείστηκα στο δωμάτιο μου.

Έκλεισα τα μάτια μου και έσυρα το σώμα μου πάνω στην πόρτα γεμάτη ευτυχία. Όλα πλέον πηγαίναν υπέροχα, σκέφτηκα και χαμογέλασα διάπλατα!

"Μμ τι ωραία που είναι η ζωή ε;" Άκουσα την φωνή του και τα μάτια μου ανοίξαν διάπλατα. Σχεδόν πετάχτηκα πάνω και για λίγο κρατήθηκα και δεν άρχισα να φωνάζω!

"Τι στο καλό κάνεις εσύ εδώ;" Ψυθιροφώναξα και κλείδωσα την πόρτα έτσι ώστε να μην έμπαιναν οι γονείς μου, όπως κάνουν συνήθως. Ο Άρης ξάπλωσε πίσω στο κρεβάτι και με κοίταξε με ένα περίεργο βλέμμα.

Anarchy Where stories live. Discover now