5 χρόνια αργότερα
"Να έχετε ένα όμορφο καλοκαίρι." Ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσα από τον καθηγητή μας πριν ο Γιάννης αρπάξει το χέρι μου και με σύρει έξω από την αίθουσα.
"Επιτέλους τελειώσαμε με την εξεταστική!" Φώναξα ενθουσιασμένη και ασυναίσθητα έπεσα πάνω του και τον αγκάλιασα γεμάτη χαρά. Αυτός γέλασε και κράτησε το κεφάλι μου με την μια παλάμη του ενώ με το άλλο του χέρι χάιδευε την μέση μου.
"Τι είναι αυτό; Εοραστική αγκαλιά χωρίς εμένα;" Ακούμε και οι δύο τις τσιρίδες της αδερφής του και ξαφνικά δύο χέρια με εγκλωβίζουν ανάμεσα σε αυτόν και την Δήμητρα.
"Το πιστεύετε;" Λέει και κάνει πίσω, αφήνοντας μου και εμένα περιθώριο για να απομακρυνθώ. "Επιτέλους πάμε στην Θεσσαλονίκη!" Τσίριξε και σήκωσε τα χέρια της νικητήρια στον αέρα.
"Εγώ έχω ακόμα αμφιβολίες." Δηλώνω και το χέρι του Γιάννη σφίγγει τον ώμο μου συμπονετικά.
"Σκέψου ότι θα δεις μετά από καιρό τους γονείς σου, τον αδερφό σου, την Αναστασία, τον Ηλία, τον Άρ-" Πήγε να πει όμως ο αδερφός της την διέκοψε ξεροβήχοντας.
"Σταμάτα να λες μαλακίες. Δεν πρόκειται να δει κανέναν που δεν θέλει να δει." Είπε επιθετικά και η Δήμητρα σταμάτησε να μιλάει ντροπιασμένη με την φόρα που πήρε.
"Δεν υπάρχει πρόβλημα. Είναι φυσιολογικό να νομίζει ότι θέλω να δω τους γνωστούς μου, αλλά για τον συγκεκριμένο δεν είμαι και σίγουρη." Την καθυσήχασα, όμως βαθιά μέσα μου ένα γνώριμο βάρος ξαφνικά κάθισε στο στήθος μου. Κάθε θύμηση του ονόματος του εγκυμονούσε την ίδια αντίδραση μου.
Είχα να ακούσω νέα του από εκείνο το βράδυ, όχι επειδή το απαγόρευσα εγώ αλλά επειδή οι υπόλοιποι κρίναν πως θα ήταν καλύτερο για εμένα. Εφόσον είχε παρθεί η απόφαση, μου έλεγαν, έπρεπε να το αποδεχτώ και να συμβιβαστώ. Εγώ όμως συνέχισα να τον περιμένω για χρόνια. Εκείνο το βράδυ που ανέτειλε ο ήλιος και εγώ ακόμη βρισκόμουν στην αγκαλιά του αδερφού μου έξω στον δρόμο, τον περίμενα. Εκείνες τις εβδομάδες που περνούσα πάνω από τα βιβλία μέχρι τις πανελλήνιες, τον περίμενα. Τα βράδια που έκλαιγα στην αγκαλιά της Αναστασίας για το υπόλοιπο καλοκαίρι, πάλι τον περίμενα. Ακόμη κι εκείνη την μέρα, την ημέρα στο αεροδρόμιο που ξεκινούσα την ζωή μου από το μηδέν, ακόμη και τότε τον περίμενα.
Δεν ήρθε ποτέ όμως. Δεν εμφανίστηκε ποτέ να μου πει αυτά που περίμενα για χρόνια να ακούσω, πως άλλαξε γνώμη, πως πίστευε ότι θα τα καταφέρναμε. Έτσι και εγώ τέσσερα χρόνια μετά και αφού πλέον το πρόσωπο του στο μυαλό μου είχε αρχίσει να θολώνει και η φωνή του στην μνήμη μου ναι ξεθωριάζει, πήρα την απόφαση και άφησα το παρελθόν μου εκεί που άνηκε. Έμαθα να εκτιμώ αυτά που μου προσέφερε η ευκαιρία μου να σπουδάσω στην Αθήνα το επάγγελμα των ονείρων μου. Δύο πραγματικους φίλους οι οπόιοι τόσα χρόνια μου σταθήκαν σαν βράχοι, μια σχολή στην οποία φοιτώ με άριστα, όπως επίσης και τον προσωπικό μου χώρο, ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης, όπου περνάω τις περισσότερς ώρες τις ημέρας μου.
YOU ARE READING
Anarchy
Teen Fiction[ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΈΝΗ] "Για που νομίζεις ότι το έβαλες;" Με ρώτησε, ενώ εγώ εστίασα το βλέμμα μου στα καταγάλανα μάτια του που ξεπρόβαλαν μέσα από την μαύρη μάσκα του. Μου κίνησε τόσο το ενδιαφέρον που επιθυμούσα να την τραβήξω και να αποκαλύψω το πρόσωπο τ...