Άρης POV
Θυμάμαι άνοιξα την μπαλκονόπορτα της κουζίνας και βγήκα στο μικρό μπαλκόνι του διαμερίσματος του Στέλιου. Στάθηκα μπροστά από τα κάγκελα και ακούμπησα τους αγκώνες μου στο κρύο σίδερο, το κεφάλι μου έπεσε μπροστά και πήρα μια βαθιά ανάσα. Ήμουν τόσο νευρισμένος.
Οι άλλοι μέσα συμπεριφερόντουσαν σαν να μην είχε γίνει τίποτα, σαν να μην είχε γυρίσει πίσω πέντε χρόνια αργότερα, σαν να μην βρισκόταν στην αγκαλιά κάποιου ξένου. Διάολε! Βρισκόταν στην αγκαλιά εκείνου και την κρατούσε σφικτά πάνω του, όπως εγώ πέντε χρόνια πριν. Μύριζε το αγαπημένο μου άρωμα από την κοντινή επαφή τους. Ήμουν σίγουρος ότι γευόταν τα δύο ροδοκόκκινα χείλη της. Κοιμότανε δίπλα της κάθε βράδυ, σε αντίθεση με εμένα που δεν μπορούσα να κλείσω μάτι όσο η αγκαλιά μου ήταν άδεια, άδεια εξαιτίας της απουσίας της. Όμως το χειρότερο από όλα ήταν ότι εγώ έφταιγα για αυτή την κατάσταση. Και είναι κάτι που έπρεπε να υπενθυμίζω καθημερινά στον εαυτό μου.
Θυμάμαι άναψα ένα τσιγάρο και για πρώτη φορά μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια μετά από κάθε μου τζούρα σκεφτόμουν πόσο πολύ θα το μισούσε αν με έβλεπε να κρατάω αυτόν τον καρκίνο ανάμεσα στα δάχτυλα μου. Θα με κοιτούσε με αυτό το επικριτικό της βλέμμα και θα το πετούσε στο πάτωμα. Σίγουρα θα νευρίαζα, αλλά βαθιά μέσα μου θα ήξερα ότι το έκανε από αγάπη. Με την σκέψη αυτή έριξα το αποτσίγαρο ξενερωμένος στο κενό και πέρασα τα δάχτυλα μου μέσα από τα μαλλιά μου.
Θυμάμαι απέφευγα να βρίσκομαι μαζί τους τις υπόλοιπες εβδομάδες, δεν πήγαινα στην θάλασσα, ούτε και στις βόλτες τους στην πόλη μόνο και μόνο γιατί ήξερα ότι δεν ήμουνα έτοιμος να την βλέπω με κάποιον άλλον. Δεν ήμουν έτοιμος αποδεχτώ το γεγονός ότι άνηκε αλλού και ότι είχε προχωρήσει. Αυτό ήθελα όμως εξαρχής, να βρει κάποιον ο οποίος ήταν έτοιμος να χαρίσει και να θυσιάσει τα πάντα για αυτήν, τον καιρό που εγώ θεωρούσα ότι δεν μπορούσα. Αλλά διάολε σίγουρα δεν ήμουν ευχαριστημένος με αυτό.
Τό μυαλό μου ταξίδεψε στον χρόνο, τότε που οι μέρες περνούσαν τόσο αργά, τόσο μίζερα, τόσο ανούσια. Ή για να το θέσω καλύτερα, η ιδέα ότι βρισκόταν μακριά μου και δεν ήταν πια δικιά μου έκανε την καθημερινότητα μου να χάσει της ουσία της. Τότε που τρύπωνα με την βοήθεια του αδερφού της στο δωμάτιο της και κοιμόμουν στο κρεβάτι της, όμως και αυτό λίγο καιρό αργότερα άρχισε να χάνει την μυρωδιά της. Τότε που το ξημέρωμα με έβρισκε δίπλα στον Στέλιο, μεθυσμένο να τον παρακαλάω να την φέρει πίσω. Και τώρα που είχε γυρίσει άνηκε σε άλλη αγκαλιά και εγώ έπρεπε να υποστώ αυτό το βασανιστήριο γιατί ο ίδιος το προκάλεσα.
YOU ARE READING
Anarchy
Teen Fiction[ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΈΝΗ] "Για που νομίζεις ότι το έβαλες;" Με ρώτησε, ενώ εγώ εστίασα το βλέμμα μου στα καταγάλανα μάτια του που ξεπρόβαλαν μέσα από την μαύρη μάσκα του. Μου κίνησε τόσο το ενδιαφέρον που επιθυμούσα να την τραβήξω και να αποκαλύψω το πρόσωπο τ...