Κεφάλαιο 62

6.6K 506 67
                                    

Μέσα Ιουλίου και το κέντρο της πόλης μου έβραζε για τα καλά. Νέοι που προσπαθούσαν να χορτάσουν τις καλοκαιρινές διακοπές τους, όπως επίσης οικογένειες και μεγάλοι, απολαμβάναν την βόλτα τους την ηλιόλουστη αυτή ημέρα. Εγώ και οι δύο μου συμφοιτητές καθόμασταν σε ένα μαγαζί στην παραλιακή, έτσι ώστε το δροσερό αεράκι του Θερμαϊκού κόλπου να ανακουφίζει τα ιδρωμένα μας πρόσωπα, και πίναμε ήρεμοι τους καφέδες μας.

"Δεν έχω ιδέα για ποιόν λόγο σας έπεισα να κατεβούμε σήμερα, ενώ έχει τόση ζέστη." Μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της η Δήμητρα, κάνοντας αέρα στον εαυτό της με τον κατάλογο του μαγαζιού.

"Ναι και εγώ αυτό αναρωτιέμαι." Απάντησε ειρωνικά ο Γιάννης σηκώνοντας τον καφέ του από το γυάλινο τραπεζάκι. Εγώ παρέμεινα σιωπηλή και τους παρακολουθούσα να καυγαδίζουν χωρίς λόγο και αιτία. Σήκωσα τον καρπό μου και κοίταξα την ώρα στο ψηφιακό ρολόι μου.

"Μήπως θέλετε να φύγουμε; Κάνει πολύ ζέστη και έχει μεσημεριάσει κιόλας. Μην ξεχνάτε ότι έχουμε να υποστούμε και το μαρτύριο ονομαζόμενο αστική συγκοινωνία." Πρότεινα προσθέτοντας ένα μικρό αστείο για να ελαφρώσω την ατμόσφαιρα μεταξύ τους.

"Εγώ συμφωνώ." Είπαν και οι δύο μαζί και χαμογέλασα. Παίρνοντας την τσάντα μου κατευθύνθηκα στο εσωτερικό του μαγαζιού για να πληρώσω και όταν επέστρεψα με κοιτούσαν και οι δύο με σηκωμένα τα φρύδια.

"Ώστε ήθελες να πας τουαλέτα ε;" Είπε η Δήμητρα μόλις ξεκινήσαμε να ανηφορίζουμε την Πλατεία Αριστοτέλους.

"Πως αλλιώς θα σας έπειθα να σας κεράσω εγώ; Είσαστε στην πόλη μου και τα έξοδα από καφέδες, φαγητά και ποτά είναι όλα πάνω μου." Ανακοίνωσα και όταν είδα ότι ο Γιάννης πήγε να ανοίξει το στόμα του πρόσθεσα. "Δεν ακούω κουβέντα!".

"Κοίτα δικτατορία." Μουρμούρισε ως απάντηση και μου ξέφυγε ένα γελάκι με το σχόλιο του. Μέχρι να φτάσουμε στην στάση των λεωφορείων μια πολύ ευχάριστη συζήτηση μας παρέσυρε, κάνοντας μας να ξεχαστούμε από τον προηγούμενο καυγά αλλά και την αφόρητη ζέστη.

"Μου κάνεις πλάκα έτσι;" Αναφώνησα κοιτώντας τον ψηφιακό πίνακα που ανέγραφε σε πόση ώρα θα έφταναν τα λεωφορεία. "Μισή ώρα;" Ξεφώνησα και γύρισα προς τα παιδιά με ένα θυμωμένο βλέμμα.

"Πάμε να πάρουμε ταξί. Το καλοκαίρι δεν μπορείς να βγάλεις πέρα με τον ΟΑΣΘ!" Ανακοίνωσα και τους έκανα νόημα να με ακολουθήσουν μέχρι την κοντινότερη πιάτσα με ταξί.

Anarchy Where stories live. Discover now