Κεφάλαιο 64

5.9K 449 38
                                    

Το χέρι μου αυθόρμητα τυλίχτηκε γύρω από το δικό του την ώρα που περπατούσαμε βιαστικά στα επείγοντα, ανάμεσα στον κόσμο που ήδη υπήρχε και γέμιζε τον χώρο. Έσφιξα τα δόντια μου και δεν επέτρεψα στον εαυτό μου να επηρεαστεί από τις φωνές των ασθενών, τις πανικόβλητες οικογένειες και του γιατρούς που προσπαθούσαν μέσα σε όλον αυτό τον χαμό να κάνουν την δουλειά τους.

Φτάσαμε στην γραμματεία του νοσοκομείου, που ευτυχώς δεν είχε ουρά τόσο μεγάλη όσο την περίμενα. Μέχρι να έρθει η σειρά μας πήρα μερικά τηλέφωνα την μητέρα μου, όμως δεν σήκωσε κανένα. Έβαλα το κινητό μου στην τσέπη της τσάντας μου και πλησίασα το ξύλινο γραφείο.

"Γιώργος Παπαδημητρίου." Είπα στην κυρία πίσω από την προστατευτική τζαμαρία. "Μεταφέρθηκε εδώ πριν από λίγες ώρες." Η γυναίκα έγνεψε και γύρισε προς την οθόνη που βρισκόταν μπροστά της. Πληκτρολόγησε κάτι γρήγορα και ύστερα στράφηκε πάλι προς εμένα.

"Ίσως έχει γίνει κάποιο λάθος γιατί δεν υπάρχει πουθενά το όνομα που μου είπατε εδώ πέρα. Αν ενημερωθώ για κάτι θα σας ειδοποιήσω αμέσως, μέχρι τότε όμως σας παρακαλώ περιμένετε στην αίθουσα αναμονής." Μας χαμογέλασε και έδειξε με το χέρι της τον χώρο με της σιδερένιες καρέκλες παραδίπλα. Αίθουσα αναμονής; Φώναξα από μέσα μου έξαλλη. Ο πατέρας μου μπορεί αυτή την στιγμή να πεθαίνει και μου ζητάς να περιμένω στην αίθουσα αναμονής;

Το χέρι του Άρη με τράβηξε από το μπράτσο και κατευθύνθηκαμε στην αίθουσα, όπως μας είχαν ζητήσει. Κάθισε σε μια από τις καρέκλες και μου έκανε νόημα να κάτσω δίπλα του, όμως δεν το έκανα. Δεν μπορούσα να μείνω με σταυρωμένα τα χέρια! Περπατούσα πάνω-κάτω με το κινητό στο χέρι καλώντας επανειλημμένα την μητέρα μου, όμως αυτή η ενοχλητική φωνή κάθε φορά φρόντιζε να μου υπενθυμίσει ότι δεν είναι διαθέσιμη.

"Διάολε." Μουρμούρισα και τράβηξα τις ρίζες των μαλλιών μου. Το άγχος μου είχε αρχίσει να καταλαμβάνει κάθε κύτταρο μου και η αγωνία μου είχε δημιουργήσει ένα ενοχλητικό σφίξιμο στο στομάχι, τόσο ενοχλητικό που είχα έντονη ανάγκη να κάνω εμετό.

Ξαφνικά ξέσπασα σε κλάματα. Είχα απελπιστεί τελείως! Το σώμα μου άρχισε να τρέμει έντονα και από τους δυνατούς λυγμούς είχε αρχίσει να μου λιγοστεύει τόσο πολύ το οξυγόνο που το δωμάτιο γύρω είχε αρχίσει να γυρίζει και να συρρικνώνεται. Οι ανάσες μου κοφτές, τραχιές και ριχές. Δεν φτάνανε στους πονεμένους πνεύμονες. Ήθελα να ουρλιάξω σε κάποιον να με βοηθήσει αλλά ο λαιμός μου ήταν κλειστός και έτσουζε λες και κάποιος με κρατούσε από εκεί και προσπαθούσε να με πνίξει. Το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος. Τα καρδιοχτύπια μου αντηχούσανε ασταμάτητα και σε ανεξέλεγκτο ρυθμό σε ολόκληρο το κεφάλι μου. Τα αυτιά μου βουίζαν και αν δεν με κρατούσαν δύο χέρια δυνατά από τους ώμους θα είχα σίγουρα σωριαστεί στο πάτωμα.

Anarchy Where stories live. Discover now