12ο Κεφαλαιο

5.2K 357 9
                                    


Ένας παράξενος ήχος με έβγαλε απο τον ύπνο. Συκοθηκα αργά, αργά για να μην ξυπνήσω την Ραφαελλα. Τωρα συνηδειτοποιησα ενα «κλακ, κλακ» που ακουγόταν απο το παράθυρο μου. Αμεσος πηγα εκει για να δω ποιος εκανε αυτό τον ηχώ. Οταν πλησίασα το παράθυρο σταμάτησε ο θόρυβος. Ανοιξα την μπαλκονόπορτα και παρατήρησα τον Χρήστο στο δικό του μπαλκόνι. Στο χερι του κρατούσε μικρές πετρούλες. Προφανώς της πετούσε στο παράθυρο μου.
"Τι έγινε;"του ειπα κουρασμένη.
"Τιποτα, απλός δεν μπορώ να κοιμηθώ."απάντησε. Με λίγες κινήσεις έφτασε δίπλα μου. Απλος πήδηξε απο το δικό του μπαλκόνι στο δικό μου. Φορούσε μια φόρμα και μια φανέλα.
"Χαίρεσε για αύριο;"με ρώτησε και ακούμπησε την πλάτη του στον τοίχο.
"Ναι, θα ειμαι και με την Ραφαελλα σε ενα δωμάτιο."
"Ωραια! Εγω μάλλον θα ειμαι με τον Αλέξη και τον Θωμά, αλλα νομίζω πως ο Αλέξης δεν με πολυ συμπαθεί..."ειπε χαμογελοντας.
"Χαχα θα τα βρείτε, ειμαι σίγουρη."χαμογέλασα και εγω.
"Δεν ξέρεις ποσό ευτοιχισμενη ειμαι. Μαζι σας ξεχνάω της δύσκολες στιγμές όταν θυμάμαι τον αδερφό μου."Ο Χρηστος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά και με πλησίασε. Με έπιασε απο τα μπράτσα και με τράβηξε κοντά του.
"Μην στεναχωριέσαι. Θα τα καταφέρουμε μαζι."Την λέξει «μαζι» την τόνισε για να καταλάβω πως δεν ειμαι μόνη μου. Πως εχω κάποιον δίπλα μου που ειναι έτοιμος να περάσει μαζι μου αυτές της δύσκολες στιγμές. Ανατρίχιασα με το άγγιγμα του. Οταν με πλησίασε μου έδωσε ενα φιλί στο μέτωπο. Εκλεισα τα μάτια και απολάμβανα αυτή την στιγμή. Επιτέλους δεν ένιωθα μοναξιά απλά ένιωθα ασφάλεια. Οταν με άφησε πήδηξε γρήγορα παλι στο μπαλκόνι του και εξαφανίστηκε. Ακομα άκουγα τα τελευταία λόγια του στο αυτί μου.
«Καληνύχτα πριγκίπισσα». Με ενα πολύ καλό συναίσθημα ξάπλωσα παλι στο κρεβάτι μου και αποκοιμήθηκα ήρεμα. Σαντορίνη σου έρχομαι!!

Πρώτη φορά ακουςα το ξυπνητήρι μου χωρίς να εχω την μανία να το σπάσω. Αντίθετος ξύπνησα με χαρά. Οταν ετοιμάστηκαμε περιμέναμε τον Πανο για να φάμε μαζι πρωινώ και να μας πάει στο σχολειο. Καθήσαμε όλοι μαζι στην κουζίνα και πεινάμε τον καφέ μας. Ο πατέρας μου μιλούσε με την Ραφαελλα και εγω με τον Πανο.
"Και που θα πάτε πενταήμερη;"
"Σαντορίνη. Απο Θεσσαλονίκη θα πάρουμε το λεωφορείο για Αθήνα και απο εκεί το πλοίο."
"Οχ καειμενει, 6 ώρες στο λεωφορείο;"ρώτησε γελώντας.
"Ναι και άλλες 4 στο πλοίο."
"Ας φύγουμε τωρα για να προλάβουμε και το λεωφορείο στης 8:30"ειπα και έπιασα την βαλίτσα μου.
Οταν φτάσαμε στο σχολειο ηταν 8:00 η ωρα. Ολα τα παιδιά της τάξης μαζεύτηκαν μπροστά απο το λεωφορείο και ο κύριος Μιχαϊλίδης μας εξηγούσε την διαδρομή μας και πως πρεπει να συμπεριφερόμαστε.

PROMISE? ALWAYS...Where stories live. Discover now