59ο Κεφαλαιο

3K 202 11
                                    


Ένιωσα το κρύο νερό πάνω στο δέρμα μου. Όταν βγήκαμε πάλι στην επιφάνεια πήρα γρήγορες ανάσες. Το νερό ηταν παγωμένο. Δεν πιστεύω πως το έκανα τώρα μόλις. Έψαξα γύρο μου να βρω τον Χρήστο. Και ήταν λίγα εκατοστά δίπλα μου.
"Όλα καλά;" ρώτησε. Εγώ απλός κούνησα καταφατικα το κεφάλι γιατί δεν είχα την δύναμη να απαντήσω. Ο Χρήστος μου έκανε νόημα να κάνω ησυχία.
"Νομίζω πως τους ξεφύγαμε." είπε και γύρισε να δει πως μπορούμε να βγούμε από την λίμνη.
"Τι ήθελες να μου πεις πριν;" Σταμάτησε να κολυμπάει και με κοίταξε στα μάτια.
"Από τότε που σε γνώρισα άλλαξαν τα πάντα για μένα. Είδες; Μονο μαζί σου θα μπορούσα να κάνω τέτοια πράγματα." χαμογέλασε.
Τότε με έπιασε από το χέρι και με τράβηξε πρως την ακτή. Εκεί έβγαλε το σακάκι του και μου το έδωσε. Κανονικά δε είχε κανένα νόημα, γιατί πηδώντας στο νερό το φορουσε ακόμα και έτσι ήταν εντελώς μούσκεμα. Παρόλα αυτά ήταν γλυκό που με είχε σκεφτεί.
"Και τώρα τι κάνουμε;" ρώτησα τραυλίζοντας από το κρύο.
"Πρέπει να πάρουμε τα παιδιά τηλέφωνο." είπε και έβγαλε το κινητό του.
"Με ποιο κινητό; Το δικό μου καταστράφηκε." Ανοιξα την πίσω μεριά από το κινητό μου, εκεί που ήταν η μπαταρία. Όταν την εβγαλα, το μονο που εβλεπα ηταν πως έσταζε το νερό από το εσωτερικό του κινητού μου. Ξεφίσιξα, ενω γύρισα και ανέβασα το βλέμμα μου στον δρόμο όπου στεκόμασταν, μπας και συναντήσουμε κάποιον που θα μπορούσε να μας διανύσει το τηλέφωνο του. Όμως κάνεις. Ποιος περπατάει της 01:00 τα μεσάνυχτα έξω; Κάνεις. Εκτός από δυο τρελοί που μόλις πήδηξαν από μια γέφυρα. Έτσι αποφασίσαμε να περπατήσουμε όλο τον δρόμο προς τα πίσω.
"Τελικά που είναι το σακουλάκι;"
"Το άφησα μέσα στη λίμνη."
"Και τι είχε μέσα;"
"Πιστεύω πως είχε κοκαΐνη." απάντησε και ήρθε κοντά μου. Κολλήσαμε ο ένας πάνω στον άλλον για να μην κρυόνουμε. Ο Χρήστος ήξερε από ναρκωτικά. Μιας και δούλευε πολλά χρόνια με τέτοια. Ξαφνικά ακούστηκε μια γνωστή φωνή.
"Ρε μαλάκα! Που ήσουν και σε ψάχνουμε;" φώναξε ο Αλέξης, ενω ήρθε κοντά μας.
"Η καλύτερη ερώτηση θα ήταν γιατί είστε μούσκεμα;"
"Μεγάλη ιστορία." απάντησα και κοίταξα τον Χρήστο. Τότε ήρθε και η Ραφαελα.
"Που ήσουν καλέ χαζούλα;" φώναξε. Έχει πίει λίγο πολύ. Ήρθε κοντά μου και με αγκάλιασε. Τότε κατάλαβε πως ήμουν εντελώς μούσκεμα και είπε:
"Ααα δεν πας καθόλου καλά.
Πώς κυκλοφορείς έτσι έξω;"
"Ναι, Ραφαελα δεν ξέρεις καν τι έγινε." είπα και της χάρισα ένα ψεύτικο χαμόγελο. Ξέρω δεν θα έπρεπε να αντιδράσω έτσι όμως πρώτον παγόνω, είμαι κουρασμένη και θέλω να πάω σπίτι.
"Μπορεί κάποιος από σας να μας πάει σπίτι;" είπε ο Χρήστος, λες και μπορούσε να διαβάσει της σκέψης μου. Τότε ο Αλέξη πρότεινε να μας πάει  στο σπίτι του Χρήστου. Εκεί έβαλα μια μπλούζα του και πέσαμε και οι δύο μαζί για ύπνο.

PROMISE? ALWAYS...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora