23ο Κεφαλαιο

4.6K 326 2
                                    


Μολις ξύπνησα είχα τέλεια διάθεση. Σηκώθηκα  πλύθηκα, ντύθηκα, έβαλα μαγιό και περιμενα να έρθουν τα παιδια με πρωινώ για να φάμε όλοι μαζι. Χάζεψα λίγο στο facebook μέχρι να περάσει η ωρα. Το κινητό μου δωνηθηκε και αμεσος κοίταξα το μήνυμα.
«Καλημέρα στην πιο όμορφη του κόσμου.<3»
«Χαχα..Καλημεραα<3»
«Θα μου ανοίξεις την πόρτα ή θα περιμένο και αλλο μόνος εξω;;;(»
Με το που είδα το μήνυμα έτρεξα για να ανοίξω την πόρτα. Με το που την άνοιξα ένωσε με φορα τα χείλη του πανω στα δικά μου. Χαμογελασα μεςα απο το φιλι μας με την κηνηση που εκανε. Οταν ξεκόλλησαμε ο ένας απο των άλλον με κοίταξε στα ματια.
"Καλημέρα Μωρο μου"μου χαμογελασε με αυτό το στραβό χαμόγελο που ειναι μοναδικό.
"Καλημέρα"του χαμογελαςα, αλλα το χαμόγελο του σβήστηκε και σχηματίστηκε μια γλυκιά και λυπημένη  φατσούλα.
"Τι; Σκέτο καλημέρα;"τον αρπάζω και του δίνω ενα γρήγορο παθιασμένο φιλι.
"Καλημέρα Μωρο μουυ!"τόνισα την λέξη μωρο μου για να μην παραπονιέται. Και ναι!!Εμφανηστικε παλι το χαμόγελο που με τρελενη.
"Ετςι μπράβο"
Συνεχίσαμε να φιλιόμαστε ούτε και εγω ξερω πόσην ωρα. Ο ήχως βυξηματος μας εκανε να ξεκολλήσουμε ο ένας απο τον άλλον. Οχχ γαμωτο!
"Επ τα πιτσουνάκια."ειπε ο Πάνος γελοντας με τα αλλα αγόρια. Η Ραφαελλα μας κοιτουςε με ενα χαμόγελο. Κοκκινησα αλλα εκριψα το πρόσωπο μου στο στήθος του Χρήστου.
"Ρε μαλακές κοφτε το επιτέλους." Απάντησε και με έσφιξε στην αγκαλιά του. Σηκωςα το κεφάλι μου για να τον δω. Μου έδωσε ενα πεταχτό φίλο και με κάρφωσε με τα ματια του.
"Ελάτε πάμε να φάμε πρωινώ."μας διέκοψε απο την ωραια επαφή μας ο Αλέξης.
Εφόσον είχαμε τελειώσει με το φαγητό πήγαμε όλοι στης μηχανές μας και τα αμάξια μας. Εγω μαζι με τον Χρήστο στην μηχανή όπως και η Ραφαελλα με τον Πανο. Οι υπόλοιποι πήγαν με το αμάξι.
Όταν φτάσαμε στο λιμάνι που ηταν το σκάφος ο Τασος μίλησε με έναν κύριο και μετα ανεβήκαμε όλοι στο σκάφος.

Περάσαμε τέλεια. Βγαλαμε φωτογραφίες, βουτιξαμε και πανω απο το σκάφος. Δεν ηταν τοςο ζέστη γιατι ηταν ακομα πολυ νωρις για μπάνια, αλλα εμείς την βουτιά μας την κάναμε. Ο Πάνος ηταν συνέχεια με την Ραφαελλα. Το λιγότερο σημερα θα τα έχουν αυτοί. Πολυ παρέα κάνουν τελευταία. Εγω ημουν μπροστά με τον Χρηστο και τον Αλέξη. Και οι άλλοι τρεις πιςω.

~Πρωί~

Ξύπνησα με χαρά σήμερα το πρωί. Όλο αυτές της νύχτες ονειρευόμουν αυτή την μέρα. Σήμερα κλείνω εγώ και ο Χρήστος 1 μήνα.
Οι σχέση μας πηγενε πολυ καλα αν εξαίρεσης  οτι μελώσαμε λίγες φορές για της πρωιν και για τα αγόρια 'λιγουρια' οπως τα αποκαλεί ο Χρηστος. Η Μελινα δεν μας πολυ ενόχλησε και αυτό με ανήσυχη αλλα πρωστοπαρον δεν δίνω σημαςια.
Έβαλα μουσική από το κινητό μου και άρχισα να χορεύω και να ψάχνω τα ρούχα μου για σήμερα. Έβγαλα μία κοντή μαύρη φούστα και μια άσπρη μπλούζα. Μόλις έψαχνα της κάλτσες μου, με τράβηξε ένας ενοχλητικός ήχος από της σκέψης μου. Κάποιος μου έστειλε ένα μήνυμα. Πήρα το κινητό στα χέρια ευχωντας να είναι ο Χρήστος. Αλλά αυτό που είδα με απογοήτευσε. Η υποτίθεται "μητέρα" μου με θυμήθηκε σήμερα πάλι. Πήρα ένα σορό μηνύματα.
«Αλεξία κοριτσάκι μου, πάρε με τηλέφωνο»
«Αγάπη μου είναι επείγον...»
Και άλλα πολλά μηνύματα.
Αποφάσισα να την πάρω καλύτερα τώρα το πρωί, για να μην μου χαλάσει μετά όλοι την μέρα με το να μου στέλνει κι άλλα μηνύματα. Πληκτρολόγησα το νούμερο της και περίμενα να το σηκώσει. Μόλις το σήκωσε ακουγόταν μουσική πίσω της.
"Έλα κούκλα μου!" φώναξε.
"Σε ακούω πολύ καλά, δεν χρειάζεται να φωνάζεις!" της απάντησα ακόμα ήρεμα.
"Αγάπη μου έχει πολύ φασαρία εδώ πέρα, περίμενε να βγω έξω..."
Στριφογύρισμα τα μάτια μου. Όταν χαμήλωσε η μουσική είπε.
"Συγγνώμη κορίτσι μου, είμαι εδώ πέρα σε μια-" ομως την διέκοψα.
"Ναι, δεν με ενδιαφέρει. Για πες τι είναι τόσο επείγον;"
"Τελικά ο γάμος ακυρώθηκε γιατί ο Γιώργος μου, έχει δουλειά στο εξωτερικό."
Αυτές η δύο λέξεις. ΓΙΏΡΓΟΣ και ΜΟΥ. Όταν της άκουγα να βγαίνουν από το στόμα της μητέρας μου, με έκανε να εκνευρίζωμε!
"Δεν καταλαβαίβεις ρε πως σε κοροϊδεύει;"  φώναξα εγώ τώρα.
"Τι λες βρε κορίτσι μου;"
"Ασε τα 'κορίτσι μου' και 'αγάπη μου'! Αν δεν ανοίξεις λίγο τα μάτια σου θα πάθεις το ίδιο που έπαθε ο μπαμπάς μαζί σου!"
"Αλεξία! Για λίγο σεβασμό μπροστά από την μητέρα σου! Αγαπιόμαστε εγώ και ο Γιώργος!" έφτασε στα όριά μου.
"Εσύ μητέρα πίστεψε ότι θέλεις! Σου εύχομαι από όλοι μου την καρδιά να σε παρατήσει για καμιά άλλη. Και καλύτερα μερικές μέρες πριν το γάμο. Και αν όντος γίνει αυτό το πράγμα...μην τυχόν και περιμένεις να σε παρηγωρισω! Αντε Γειά τώρα γιατί έχω ένα ραντεβού!" φώναξα και της το έκλεισα. Ξεφυσιξα. Ήταν σαν να έφυγε όλο το βάρος που κρατούσα μέσα μου. Ξαφνικά άκουσα να χτυπάει κάποιος στο παράθυρο μου. Γύρισα και άμεσος εμφανίστηκε ένα χαμόγελο στο πρόσωπο μου. Ο Χρήστος σκαρφάλωσε πανό από τα κάγκελα και βρέθηκε στο μπαλκόνι μου.
Χαμογελώντας του άνοιξα την πόρτα και είπα.
"Τι κάνει το μαϊμούδακι μου;"  τον φίλησα γλυκά στα χείλια και μέσα στο φιλί μας χαμογέλασε.
"Η πριγκίπισσα και η μαϊμού. Τι ωραίο ζευγάρι." είπε ειρωνικά.
"Είσαι πολύ χαζό." παραπονέθηκα.
Με φίλησε στον μέτωπο. Εγώ τον κοιτούσα χαμογελαστή, περιμένοντας  να μου πει κάτι για την σημερινή μέρα. Με τα λεπτά που περνούσαν και δεν έλεγε τίποτα άλλαξα το βλέμμα μου. Σήκωσα το ένα φρύδι για να του δείξω ότι περίμενα ακόμα. Αλλά η μόνη απάντηση που πήρα ήταν.
"Τι;"  
"Τίποτα." είπα και χάθηκε το χαμόγελο μου.
Μετά από τουλάχιστον 2 λεπτά σιωπής μου είπε.
"Έλα μαζί μου." και με έπιασε από τον καρπό.
"Όχι ρε Χρήστο. Σήμερα δεν έχω όρεξη." απάντησα.
"Σου έχω μια έκπληξη...έλα" επέμενε.
Σχεδόν κάθε εβδομάδα μου είχε μια έκπληξη. Όχι ότι δεν χαιρόμουν κάθε φορά. Αντίθετα. Ήμουν πολύ ευτυχισμένη. Αλλά δεν μπορούσα να τον καταλάβω. Γιατί ξέχασε μια τόσο σημαντική μέρα;
Έκανε αυτή την αθώα και στεναχωριμένη φατσούλα.
"Καλά, ομως περίμενε λίγο να ετοιμαστώ."
Κούνησε καταφατικα το κεφάλι του και περίμενε. Όταν τελείωσα πήγαμε μαζί κάτω στην Πόρτα. Μπροστά από το αυτοκίνητο του μου είπε.
"Πριν μπεις μέσα, πρέπει να σου βάλω αυτό." έβγαλε ένα μαντίλι και μου κάλυψε τα μάτια.
"Εεεειι! Τι κάνεις;" ύψωσα την φωνή μου.
"Πόσα δείχνω;" ρώτησε.
Εγώ γιατί όντως δεν έβλεπα τίποτα, μάντεψα απλός. Άκουσα να ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου και κάθισα προσεκτικά στην θέση του συνοδηγού. Ούτε 10 δευτερόλεπτα αργότερα άνοιξε η μηχανή και πήρε μπρος το αμάξι.
"Που θα με πας;" ρώτησα με απορία.
"Κάπου." απάντησε.
"Εεε μήπως θα μπορούσες να μου δώσεις ποιο ολοκληρωμένες απαντήσεις;"
Ο Χρήστος γέλασε και πατήστε το γκάζι. Άμεσος κρατήθηκα από το ύφασμα της θέσης μου. Δεν έφτανε ότι δεν έβλεπα τίποτα, έπρεπε να το εκμεταλλευτεί για να πατάει γκάζι όσο θέλει. Ήμουν σίγουρη ότι σχηματίστηκε ένα στραβό χαμόγελο στο όμορφο προσωπάκι του. Δεν μίλησα άλλο εφόσον κατάλαβα πως έτσι κι αλλιώς δεν μου απαντούσε. Μετά από κάμποση ώρα μου άνοιξε την πόρτα και μπορούσα να κατέβω.
"Κάνει να το βγάλω;" είπα και πήγα να πιάσω το μαντίλι. Όμως ο Χρήστος με πρόλαβε και είπε.
"Όχι ακόμα. Σε λίγο φτάνουμε"
Τι άλλη επιλογή είχα εκτός να τον εμπιστευτώ; Κρατούσα σφιχτά το χέρι του για να μην πέσω. Μετά από μερικά βήματα δεν ένιωθα άλλο κανονικό πάτωμα. Ήταν ποιο μαλακό και με κάθε βήμα βούλιαζα στο έδαφος. Τώρα κατάλαβα τι ήταν. Περπατούσα πάνω σε άμμο. Ξαφνικά σταμάτησε να με οδηγεί πέρα δώθε και έπιασε το μαντίλι για να λύσει τον κόμπο. Εκείνη την στιγμή άκουσα και την θάλασσα δίπλα μου. Δεν υπήρχε άλλη περίπτωση. Βρισκόμασταν σε μια παραλία. Όταν έβγαλε το μαντίλι από τα μάτια μου με τύφλωσε λιγάκι ο ήλιος. Αλλά μετά συνήθισα το φως. Έριξα ένα βλέμμα γύρω μου και έπαθα πλάκα!
Κάτω στην άμμο ήταν τοποθετημένα κόκκινα, αναμένα κεριά σε σχήμα καρδιάς.
Από δίπλα ήταν δύο κουβέρτες και ένα καλάθι με κρασί μεςα και αλλα διαφορά. Γύρισα και τον κοίταξα στα μάτια. Πήγα να δακρύσω. Τελικά δεν μπορούσα να συγκρατειθώ και αφίσα ένα δάκρυ να κυλήσει. Συγκινήθηκα. Δεν πίστεψα πότε ότι κάποιος θα έκανε κάτι τέτοιο για μένα.
"Κλείνουμε ενα μήνα μωρό μου." ειπε ψιθυριστά και στέγνωσε το δάκρυ μου. Εγώ αμέσως έβαλα τα χέρια μου γύρο από τον λαιμό του και τον φίλησα παθιασμένα. Ανταπέδωσε στο φιλί μου. Με τράβηξε όλο και ποιο κοντά μέχρι που ήμασταν εντελώς κολλημένει ο ένας πάνω στον άλλον. Ξαφνικά με σήκωσε ψηλά χωρίς να διακόψει το φιλί μας. Έβαλα τα πόδια μου γύρω από την μέση του. Μετά με κατέβασε σιγά, σιγά. Και οι δύο δεν πέρναμε ανάσα. Ξαπλώσαμε κάτω στης κουβέρτες και μιλούσαμε για διάφορα. Έκανε και μερικές βλακίες αλλά γιαυτό τον αγαπούσα. Μείναμε στην παραλία μέχρι να νυχτώσει. Κοιτάζοντας τα αστέρια του είπα:
"Υποσχέσου ότι αυτό θα μείνει για πάντα."
"Σου το υπόσχομαι."
"Για πάντα;" τον ρώτησα για να σιγουρευτώ.
"Πάντα." είπε και μου έδωσε ενα γλυκό φιλί στα χείλη.

PROMISE? ALWAYS...Where stories live. Discover now