κεφάλαιο 39

16K 1.1K 32
                                    

ΣΤΕΦΑΝΟΣ

Ξεκλειδώνω και μπαίνω στο σπίτι μου, τα φώτα στο σαλόνι είναι χαμηλωμένα, δεν ακούγεται τίποτα και υποθέτω ότι έχει φύγει, μπορεί να έχει πάρει και τη μικρή μαζί. Βάζω σε ένα ποτήρι λίγο ουίσκι και καίω τα χείλη μου. Κοιτάω έξω το φεγγάρι και σκέφτομαι ότι τελικά δε θα τη δω σήμερα, κρίμα. Πίνω μία δύο γουλιές ακόμα και αποφασίζω ότι είμαι πολύ βαριά ντυμένος, η ζέστη έχει αρχίσει να γίνεται αφόρητη.

Ξεκουμπώνω το πουκάμισο μου ανεβαίνοντας στον πάνω όροφο, περπατάω στο διάδρομο και φτάνω έξω από το δωματίου μου, ανοίγω την πόρτα και μπαίνω. Το πρώτο πράγμα που μου κάνει εντύπωση είναι το φως που είναι αναμμένο, έπειτα ακούω το νερό στο μπάνιο και καταλαβαίνω ότι κάποιος είναι μέσα. Μόλις συνειδητοποιώ ότι είναι εκείνη προβληματίζομαι και ενθουσιάζομαι συγχρόνως. Είμαι ακόμα όρθιος και σκέφτομαι, να κάτσω ή να φύγω? Γιατί ήρθε στο δικό μου μπάνιο και δε πήγε στο άλλο? Κάθομαι στο κρεβάτι και δίπλα μου ακριβώς βρίσκω πεταμένο ένα σουτιέν, παίρνω μια βαθιά ανάσα, αυτό είναι σίγουρα δικό της. Στα χείλη μου σχηματίζεται ένα πονηρό χαμόγελο και είμαι έτοιμος να μπω μέσα στο ντουζ για να της κάνω παρέα. Συγκρατούμε και απλά αράζω στο κρεβάτι περιμένοντας τη. Λίγα λεπτά μετά βλέπω την πόρτα να ανοίγει και εκείνη να με κοιτάει παγωμένη. Είναι τυλιγμένη με μια πετσέτα που την κρατάει πολύ γερά πάνω στο στήθος της.

«Τι θες εσύ εδώ πέρα?» ψάχνει τα ρούχα της και με παρατηρεί να κρατάω το σουτιέν της,

«Εδώ μένω το ξέχασες?» νιώθω σα να την έχω ξανά ζήσει αυτή τη στιγμή, μου το αρπάζει από το χέρι, εγώ συνεχίζω, «Αυτό είναι το δωμάτιο μου. Εσύ τι θες εδώ μέσα?» τα έχει λίγο χαμένα, δε ξέρει τι να μου πει,

«Χύθηκε πάνω μου λίγο κρασί...» αρπάζει ένα μπλουζάκι μου, «ήρθα εδώ για να δανειστώ... αυτό!» μου το δείχνει, προσπαθεί να το φορέσει πάνω από την πετσέτα, τα καταφέρνει «κολλούσα και είπα να κάνω ένα γρήγορο ντουζάκι. Ορίστε! Εγώ εξηγήθηκα! Εσύ γιατί γύρισες τόσο νωρίς?» προσπαθεί να φορέσει το εσώρουχό της, κάτω από την πετσέτα, την παρακολουθώ και νιώθω να σκληραίνω,

«Τι εννοείς? Πήγα την μητέρα μου σπίτι της και ήρθα...» κυκλοφορεί φορώντας μόνο τη μπλούζα μου, της είναι μακριά και καλύπτει τα υπέροχα οπίσθια της, τα πόδια της όμως φαίνονται και είναι ατελείωτα, τα φαντάζομαι τυλιγμένα γύρω μου, κάτι ψάχνει,

«Ε.. να, φαντάστηκα ότι θα πήγαινες κάπου μετά... ελεύθερος άντρας είσαι... θα μπορούσες να πας κάπου... που να έχει κι'άλλους ελεύθερους...» είναι πολύ νευρική, σηκώνομαι όρθιος

Κρασί...Θάλασσα...έρωταςOù les histoires vivent. Découvrez maintenant