κεφάλαιο 24

16.8K 1.1K 15
                                    

Στα μισά της διαδρομής βλέπουμε από μακριά έναν ξανθό άντρα να πλησιάζει και καταλαβαίνω αμέσως ότι πρόκειται για τον Πέτρο.

«Ποιος είναι αυτός καλέ?» αναρωτιέμαι αν γνωρίζονται

«Δεν τον ξέρεις? Τον λένε Πέτρο!» μας έχει πλησιάσει αρκετά

«Δεν το πιστεύω!!» αναφωνεί η Ελπίδα

«Γεια σας κορίτσια! Τι δε πιστεύεις Ελπίδα?» ο Πέτρος μας χαμογελάει και δείχνει πολύ όμορφος, μου φαίνεται και αρκετά μαυρισμένος

«Πέτρο πόσα χρόνια έχω να σε δω? Ο μπαμπάς σου τι κάνει? Ο Κώστας? Η υπόλοιπη οικογένεια?» τελικά μάλλον γνωρίζονται,

«Όλοι καλά...» γυρίζει γύρω του και τον παρατηρεί

«Άλλαξες... σα να φούσκωσες!» εκείνος κοκκινίζει αλλά η φιλενάδα μου δε πτοείτε, τον πλησιάζει και του σφίγγει το μπράτσο «Πέτρα τα μπράτσα του Πέτρου!» δεν παίζεται, η Λίζα γελάει, ποτέ δε πίστευα ότι μπορεί άνθρωπος να κοκκινίσει έτσι. Μιας και εκείνος έχει χάσει τη μιλιά του, λέω να τον βοηθήσω λίγο.

«Άσε τον άνθρωπο καλέ! Για πού το έβαλες Πέτρο?»

«Ήμουν στο αμπέλι μαζί με τους άλλους και μας χάλασε η φρέζα, πάω να φέρω κάποια εργαλεία για να το φτιάξουμε, είναι ο Νικήτας και ο Στέφανος πιο κάτω.»

«Καλά λοιπόν μη σε κρατάμε, έχεις και δουλειά, εμείς πάμε μια βόλτα στην παραλία.» ξεμακραίνει και η Ελπίδα του φωνάζει: «Μη χαθούμε!!» της δίνω μια αγκωνιά «Τι είπα? Να μη χαθούμε! Καμία σχέση με τον Πέτρο που θυμάμαι! Καλέ αυτός έγινε κούκλος!!» Συνεχίζουμε το δρόμο μας και λίγο πιο κάτω στα δεξιά μας, μέσα σε ένα τεράστιο αμπέλι βλέπουμε τρεις άντρες γύρω από ένα μηχάνημα. Η Λίζα μόλις βλέπει τον πατέρα της τρέχει προς το μέρος του, την ακολουθεί ο Φιντέλ, η Ελπίδα και τέλος ξεφυσώντας εγώ.

Η Ελπίδα πέφτει στην αγκαλιά του μεγαλύτερου άντρα, της λέει πόσο μεγάλωσε και εκείνη του χαϊδεύει την κοιλιά και του λέει ότι τα ουζάκια και τα κρασάκια συνεχίζονται. Για λίγη ώρα πειράζονται και ο Στέφανος μου εξηγεί ότι ο κύριος Στέλιος είναι ο πατέρας του Πέτρου και του Κώστα, επιστάτης και φίλος της οικογένειας από παλιά.

«Την μεγάλωσα στα πόδια μου!» λέει « άτιμο θηλυκό, χειρότερη από τα αγόρια ήταν, όταν έκαναν καμία διαβολιά τους μάλωνα και κοιτούσαν χαμηλά με σεβασμό, με άκουγαν, τούτη η τσούπρα...» την δείχνει και του κάνει νάζια «να! Τέτοια έκανε! Που να τη μαλώσεις μετά? Τα αγόρια την πλήρωναν.» μας λέει κάποιες ιστορίες από όταν ήταν παιδιά και στα λόγια του φαίνεται πόσο τους αγαπάει όλους. Καθόμαστε για λίγο μαζί τους ώσπου φτάνει ο Πέτρος με το αμάξι, η Λίζα με τον Φιντέλ έχουν απομακρυνθεί προς το βάθος και αποφασίζω να πάω προς το μέρος τους. Μαζεύουμε ξύλα και τα πετάμε μακριά, το κουτάβι τα κυνηγά, κάποια τα φέρνει και κάποια όχι. Τον βλέπω να μας πλησιάζει και η καρδιά μου χτυπάει δυνατά, φτάνει δίπλα στην Λίζα και την φιλάει στο μάγουλο, κάτι της λέει στο αυτί και εκείνη εξαφανίζεται προς τους άλλους.

Κρασί...Θάλασσα...έρωταςWhere stories live. Discover now