κεφάλαιο 53

16.5K 1.1K 13
                                    

ΑΝΝΑ

Ο ήλιος έχει σχεδόν πέσει και νιώθω το θαλασσινό αεράκι να με δροσίζει, το μυαλό μου είναι μουδιασμένο από τις σκέψεις μου και τα μάτια μου έχουν στερέψει. Αποφασίζω να σηκωθώ, στέκομαι όρθια και ατενίζω τη θάλασσα, ο ήλιος χάνεται στα βάθη της και σε προκαλεί να κολυμπήσεις στις λιγοστές του λάμψεις. Αρχίζω να γδύνομαι, πάντα μου άρεσε η θάλασσα τέτοια ώρα, είναι πιο ήρεμη, πιο ζεστή σε καλοδέχεται με τη δροσιά της χωρίς να σε καίει ο ήλιος. Αφήνω το ρούχο μου να κυλήσει από πάνω μου και περπατάω προς το νερό. Βυθίζω τα πόδια μου στην υγρή άμμο και νιώθω το ελαφρύ κυματάκι να χαϊδεύει τα πόδια μου, με καλεί.

Κάνω δύο τρία βήματα και μετά βουτάω ολόκληρη κάτω από το νερό, έχω τα μάτια μου κλειστά και απολαμβάνω την ελευθερία που νιώθεις όταν σε περιβάλει το υγρό στοιχείο. Η ανάσα μου τελειώνει και βγαίνω απότομα έξω. Κοιτάω προς τον ήλιο και βλέπω ότι και το τελευταίο κομμάτι του έχει χαθεί. Κολυμπάω προς τα μέσα, στα βαθιά, δε ξέρω πόση ώρα, νιώθω το σώμα μου να παγώνει και αποφασίζω να βγω προς τα έξω. Τον βλέπω να κάθεται στην πετσέτα μου και στην αρχή νομίζω ότι έχω παραισθήσεις, συνεχίζω να τον κοιτάω ενώ βγαίνω προς τα έξω. Σηκώνεται και έρχεται προς το μέρος μου, δε φοράει παπούτσια, μπαίνει στο νερό και με πλησιάζει, τα μπατζάκια του παντελονιού του βρέχονται αλλά εκείνος δείχνει να μη νοιάζεται.

Στεκόμαστε αντικριστά μέσα στη θάλασσα και κοιταζόμαστε, κανείς μας δε μιλάει, τα μάτια μας δείχνουν ότι νιώθουμε, τον πόνο, τη λαχτάρα, την ανακούφιση και περισσότερο την αγάπη.

Έχει τα χέρια του στις τσέπες του παντελονιού του, δε με αγγίζει αλλά βλέπω ότι το θέλει. Τη σιωπή, την σπάει ο ήχος της φωνής του...

«Συγνώμη, για όλα! Δεν εννοούσα τίποτα απ'αυτά που είπα. Σ'αγαπάω...» τα λόγια του κάνουν την καρδιά μου να ανθίζει,

«Συγνώμη, και εγώ σ'αγαπώ, πάρα πολύ!» Με αγκαλιάζει και ακουμπάω το κεφάλι μου στο στήθος του, με κρατάει γερά σα να φοβάται ότι θα του φύγω. Δεν ξέρω πόση ώρα στεκόμαστε έτσι. Αρχίζω να τρέμω, το καταλαβαίνει και με σηκώνει στην αγκαλιά του, με πηγαίνει έξω και με ακουμπάει κάτω, ευλαβικά σχεδόν, βγάζει από την τσάντα μου τη δεύτερη πετσέτα, που ξέρει ότι έχω πάντα μαζί και με τυλίγει με αυτή. Κάθεται δίπλα μου και συνεχίζει να με κρατάει στην αγκαλιά του.

«Στέφανε... δε θέλω να είμαστε έτσι...»

«Ούτε εγώ μωρό μου, ούτε εγώ...» με γέρνει προς τα πίσω και τα χείλη του βρίσκουν τα δικά μου, σταματάει το φιλί μας και απλά με κοιτάει «πήγα στο σπίτι για να σου ζητήσω συγνώμη, ήθελα να σου πω ότι μπορείς να φοράς ότι θέλεις, δε σε βρήκα εκεί και φαντάστηκα ότι θα είχες πάει στο γάμο με την Ελπίδα. Όταν πήγα στην εκκλησία και μου είπε ότι δεν ήσουν ούτε εκεί τρελάθηκα! Σκεφτόμουν ότι μπορεί να έφυγες ξανά, με έπιασε πανικός, επέστρεψα πίσω και σε έψαξα παντού! Με είδε ο κύριος Παντελής και μου είπε ότι σε είδε να κατεβαίνεις στην παραλία... μέχρι να σε δω πέθανα εκατό φορές!» με φιλάει ξανά, στα μάγουλα, στο πρόσωπο, στα μάτια... τον σταματάω για να του μιλήσω

Κρασί...Θάλασσα...έρωταςWhere stories live. Discover now