ΑΝΝΑ
Φτάνουμε στο σπίτι και μου λείπει τρομερά η Λίζα. Μαγειρεύω και συμμαζεύω λίγο. Εκείνος είναι κλεισμένος στο γραφείο του και νιώθω μόνη. Τηλεφωνάω στη μητέρα μου και μετά στην Ελπίδα.
Όταν τελειώνουμε την κουβέντα μας νιώθω ακόμα πιο άσχημα. Μου τα έψαλε για τα καλά η κολλητή μου και η ψυχολογική μου κατάσταση είναι στα τάρταρα. Θα πρέπει να είμαι πολύ προσεκτική από εδώ και στο εξής. Έχει πάει πέντε και δεν έχει βγει ακόμα. Ωραία λοιπόν θα πάω εγώ! Ζεσταίνω την σάλτσα για τα μακαρόνια, ετοιμάζω και μία σαλάτα και την ώρα που είμαι ακριβώς έξω από το γραφείο του, η πόρτα ανοίγει και ο δίσκος γυρίζει πάνω μου. Με βλέπει και λύνεται στα γέλια, δε μπορεί να σταματήσει να γελάει και εγώ δεν μπορώ να σταματήσω να τον κοιτάω. Είμαι γεμάτη μακαρόνια με κιμά, μαζεύω μερικά και τα ρίχνω πάνω του! Τα μακαρόνια κρέμονται από το κεφάλι του και κάποια έχουν τρυπώσει στο πουκάμισο του. Γέρνει το κεφάλι του κοιτάζοντας με, οπισθοχωρώ και εκείνος με πλησιάζει.
«Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό!» τρέχω προς το σαλόνι με κυνηγάει και όταν με φτάνει μας χωρίζει μόνο ο καναπές
«Δεν έπρεπε να γελάσεις μαζί μου!» του λέω, γυρνάμε γύρω από τον καναπέ,
«Όταν σε πιάσω δε θα ξανά γελάσεις!» πηδάει πάνω από τον καναπέ και σχεδόν με φτάνει, τώρα ανάμεσά μας έχουμε την πολυθρόνα
«Νομίζω ότι είσαι πολύ γέρος για να με πιάσεις.» ωχ! Σα να θύμωσε
«Έτσι ε?» περπατάει αργά προς τη μια κατεύθυνση και ξαφνικά γυρνάει από την άλλη και με εγκλωβίζει μέσα στα μπράτσα του, με ρίχνει στον καναπέ και με ακινητοποιεί με το σώμα του. Κρατάει τα χέρια μου πάνω από το κεφάλι μου και το στόμα του απέχει χιλιοστά από το δικό μου.
«Δεν τα πήγα και άσχημα για γέρος ε?» η ανάσα του με χαϊδεύει
«Ναι... δεν τα πήγες άσχημα...» κουνιέμαι για να ελευθερωθώ αλλά η τριβή έχει άλλα αποτελέσματα, νιώθω το στήθος μου να φουσκώνει και τις θηλές μου να σκληραίνουν σκέφτομαι πως θα ήταν αν με φιλούσε. Τον αισθάνομαι να χαλαρώνει και βλέπω ένα μακαρόνι να κρέμεται από το γιακά του στο λαιμό του, ανασηκώνομαι, βάζω το στόμα μου στο λαιμό του και το ρουφάω. Βογκάει και μένει ακίνητος, συνεχίζω και ανασηκώνεται τραβώντας και εμένα πάνω του. Κάθομαι στα πόδια του, κοιταζόμαστε και οι δύο στα μάτια χωρίς να μιλάμε.Ακούγονται μόνο οι ανάσες μας. Τα μάτια του έχουν ένα τέλειο μελί χρώμα που το παρατηρώ σήμερα πρώτη φορά. Όπως κάθομαι πάνω του βάζει το χέρι του στο λαιμό μου, με τραβάει κοντά του, τα χείλη μας απέχουν χιλιοστά και πριν προλάβει να με φιλήσει, γιατί είμαι σίγουρη αυτό θα γινόταν, χτυπάει το κουδούνι της πόρτας και η στιγμή χάνεται.
Πετάγομαι πάνω και πηγαίνω να κοιταχτώ σε ένα καθρέπτη. Τρομάζω με το είδωλο μου, τα μαλλιά μου αν και κάποτε ήταν αλογοουρά τώρα πετάνε τούφες προς όλες τις μεριές, τα μάγουλά μου είναι κατά κόκκινα και τα ρούχα μου είναι γεμάτα σάλτσα και μακαρόνια. Ο Στέφανος είναι σε πολύ καλύτερη κατάσταση και δε φαίνεται καθόλου επηρεασμένος από όλο αυτό. Παίρνω φαράσι και σκούπα να συμμαζέψω τα σπασμένα, εκείνος κατευθύνεται στην πόρτα και ανοίγει. Την ακούω πριν τη δω, δε το πιστεύω ότι είναι αυτή! Μπαίνει με έναν αέρα μέσα,
«Καλησπέρα γλυκέ μου!!» πάει να τον φιλήσει στο στόμα αλλά την τελευταία στιγμή εκείνος γυρίζει και τον πετυχαίνει στο μάγουλο.
«Καίτη?» Τον παρατηρεί καλύτερα, πιάνει ένα μακαρόνι στο χέρι της και του το δείχνει. Μόλις με βλέπει απορεί.
«Τι πάθατε?» το λέει με αηδία, αφήνω εκείνον να απαντήσει
«Τίποτα... απλά είχαμε ένα μικρό ατύχημα!» με κοιτάει και μου χαμογελάει, λιώνω!! «εσύ πως και από εδώ? Νόμιζα ότι τα πήραμε όλα τα πράγματα από το μαγαζί..»
«Ναι αλλά περνούσα από εδώ κοντά και είπα να περάσω για ένα καφέ και να σε ρωτήσω και για μια προέκταση που θέλω να κάνω στο σπίτι.» περνούσε από εδώ κοντά? Ναι καλά! Της λέει να κλείσουν ένα ραντεβού για κάποια άλλη μέρα αλλά εκείνη επιμένει. Όλο τρίβεται πάνω του, αν είναι δυνατόν. Τους λέω ότι έχω δουλειά και εξαφανίζομαι στον πάνω όροφο. Δεν μπορώ να τους βλέπω να σαλιαρίζουν άλλο, γιατί αν ήθελε θα της το έκοβε άρα μάλλον δεν ήθελε.
Σα να νευρίασε λίγο η Άννα μας! Αφήστε τα σχολιά σας αν θελετε!! Στο επόμενο έχουμε την πλευρά του Στέφανου...
BẠN ĐANG ĐỌC
Κρασί...Θάλασσα...έρωτας
Lãng mạnΗ Άννα πρέπει οπωσδήποτε να φύγει από την Αθήνα και να βρει μια δουλειά χωρίς να μάθει ο πρώην της τίποτα. Η κολλητή της φίλη, η Ελπίδα, της βρίσκει δουλειά στο νησί της κοντά στα τρία ξαδέρφια της. Θα γίνει νταντά της μικρής Λίζας και θα προσπαθήσε...