κεφάλαιο 57

13.8K 1K 39
                                    

ΑΝΝΑ

Όλη την εβδομάδα τον παρακολουθούσα, ήταν συνέχεια ανήσυχος και σκεπτικός, προσπαθούσα να τον ηρεμήσω και όποτε ένιωθα να με χρειάζεται ήμουν δίπλα του.

Δεν μπορούσα να καταλάβω για πιο λόγο ήταν έτσι, σκεφτόταν ποια θα ήταν η αντίδραση της Λίζας προς τη μαμά της ή ποια θα ήταν η δικιά του? Μήπως είχε αισθήματα ακόμα για αυτή τη γυναίκα? Αυτά γυρνούσαν συνέχεια στο μυαλό μου και ήμουν τις περισσότερες ώρες της ημέρας αφηρημένη. Η Λίζα, όποτε κάποιος από εμάς ανέφερε ότι θα έρθει η μητέρα της, δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται καθόλου. Οι μέρες πέρασαν γρήγορα και σήμερα το μεσημέρι ο Στέφανος θα πήγαινε να την παραλάβει από το αεροδρόμιο. Τελικά απ'ότι μου είπε η Ελπίδα αυτός ο πρώην φίλος του μάλλον δε θα ερχόταν.

Είχαμε κανονίσει να πήγαινα την μικρή στη γιαγιά της και μετά να πήγαινα για καφέ με την Ελπίδα. Το μεσημέρι θα περνούσε ο Στρατής και θα τις έπαιρνε, γιαγιά και εγγονή, για να τις επιστρέψει στο σπίτι και να ειδωθούν... σαν οικογένεια. Αν και χωρισμένοι, οι δύο τους, ήταν οι γονείς της, δεν ήθελα να είμαι μέσα στα πόδια τους, θα τους άφηνα λίγο χρόνο και θα επέστρεφα αργότερα. Στον Στέφανο φυσικά δε του είπα τίποτα, απλά ότι μου έλειψε λίγος ποιοτικός χρόνος με τη φιλενάδα μου, αν με πίστεψε ή όχι δε το ξέρω.

Καθίσαμε σε μία πολύ ωραία καφετέρια στην παραλία κοντά στο λιμάνι, δεξιά βλέπαμε το κάστρο και αριστερά σε ένα λόφο το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Παραγγείλαμε και αρχίσαμε να μιλάμε, το θέμα που μας απασχολούσε και τις δύο ήταν η επιστροφή της Άλισον. Η Ελπίδα μου είπε όλη την ιστορία τους από την αρχή και με πολλές λεπτομέρειες, στην πραγματικότητα δεν ήθελα να ξέρω πολλά πράγματα γι'αυτήν τη γυναίκα αλλά κάτι μέσα μου με έτρωγε. Όπως και να το κάνουμε είχαν ένα παρελθόν, τον Στέφανο τον εμπιστευόμουν, αυτήν πάλι... ενώ δεν την ήξερα, το ένστικτο μου, μου έλεγε να την προσέχω. Κάθε φορά που προσπαθούσα να αλλάξω θέμα συζήτησης δεν ξέρω πως τα καταφέρναμε και μιλούσαμε πάλι για εκείνη. 

Τελειώσαμε το καφεδάκι μας και η Ελπίδα έπρεπε να φύγει, είχε ραντεβού με τον Πέτρο και δεν ήθελε να αργήσει. Χαιρετηθήκαμε και κλείσαμε ραντεβού για την επόμενη στο σπίτι μας. Στα μισά της διαδρομής είδα την ώρα και σκέφτηκα ότι θα είχαν φτάσει. Μπήκα από την είσοδο του οινοποιείου και πάρκαρα το αμάξι μου κοντά στο στάβλο. Κάλυψα την απόσταση με λίγα βήματα και έστριψα για το σπίτι, έμεινα ακίνητη και αργά αργά οπισθοχώρησα, απέναντι μου, σε μικρή απόσταση, έβλεπα τον Στέφανο να αγκαλιάζει μια ξανθιά ψηλή γυναίκα και ενώ ήξερα ποια ήταν, η στεναχώρια και η ζήλεια που ένιωσα ήταν τεράστια.

Κρασί...Θάλασσα...έρωταςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora