κεφάλαιο 52

15K 1.1K 18
                                    

ΣΤΕΦΑΝΟΣ

Την παρακολουθώ να ανεβαίνει τις σκάλες και θέλω να τρέξω πίσω της, να την πάρω στην αγκαλιά μου και να την σύρω στο κρεβάτι. Να είμαι όλο το βράδυ μέσα της και να της εξηγώ πόσο ζήλεψα την ώρα που την είδα με αυτό το ανύπαρκτο φόρεμα, πόσο ζήλεψα όταν χόρευε πάνω στο τραπέζι και πόσο τρελός έγινα όταν είδα κάποιον άλλο να την αγγίζει. Πίνω το ποτό μου και παραμένω στη θέση μου. Θέλω να την τιμωρήσω, θέλω να την κάνω να καταλάβει ότι για εμένα τώρα πια υπάρχει μόνο αυτή και θέλω να είμαι ο μόνος που θα βλέπει τις χάρες της. Δε θέλω να το απαιτήσω, θέλω να το κερδίσω! Νόμιζα ότι το είχα κερδίσει ήδη!

Συνεχίζω να γεμίζω το ποτήρι μου και να πίνω μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, ανεβαίνω στο δωμάτιο μας και στέκομαι για λίγο στην πόρτα, την παρακολουθώ να κοιμάται, είναι τόσο γαλήνια... Κάτι με σπρώχνει να ξαπλώσω δίπλα της και να την αγκαλιάσω αλλά δε το κάνω... Παίρνω δύο ρούχα, με πολύ προσοχή για να μη κάνω θόρυβο, δε θέλω να την ξυπνήσω, θέλω να είναι ξεκούραστη και όμορφη στο γάμο. Κατεβαίνω πάλι στο σαλόνι και της γράφω ένα σημείωμα, η τιμωρία της θα είναι η σημερινή μου απουσία, δε θέλω να την πληγώσω με άλλο τρόπο, εύχομαι να της λείψω και όταν βρεθούμε το βράδυ να τα έχουμε ξεχάσει όλα.

Φτάνω στο σπίτι του Νικήτα και χτυπάω το κουδούνι, δεν ανοίγει και επιμένω. Τον παίρνω τηλέφωνο και μετά από αρκετή ώρα επιτέλους το σηκώνει.

«Τι θες ρε πρωί πρωί?» χασμουριέται

«Άνοιξε μου! Είμαι έξω.»

«Ωχ! Κατεβαίνω...» τον ακούω να κατεβαίνει, μου ανοίγει και μπαίνω μέσα «Να φτιάξω καφέ?» πέφτω στον καναπέ

«Δεν έχω κοιμηθεί καθόλου, καφέ... σε τρεις ώρες.»

«Ελπίζω να μην έκανες καμία ανοησία με την Άννα...» δεν του απαντάω, συνεχίζει να με κοιτάει νυσταγμένα,

«Θα τα πούμε μετά..» του λέω και κουνάει το κεφάλι του καταφατικά,

«Πάω πάνω, ραντεβού εδώ σε κάνα... τρίωρο!» φεύγει και μένω μόνος, ξαπλώνω στον καναπέ ανάσκελα και μονολογώ, « Πάλι τα δύο μας!» βολεύομαι όπως μπορώ και αποκοιμιέμαι.

Νυστάζω, ζεσταίνομαι και χρειάζομαι επειγόντως καφέ! Ανοίγω τα μάτια μου και ο ήλιος με τυφλώνει, γυρίζω από την άλλη πλευρά, σκέφτομαι ότι πρέπει να σηκωθώ και πιέζω τον εαυτό μου να το κάνει.

«Ρε Στέφανε ξέρεις τι ώρα έχει πάει? Σήκω! Το κινητό σου χτυπούσε συνέχεια...»

«Τι ώρα είναι?» πάω προς την κουζίνα

Κρασί...Θάλασσα...έρωταςOnde histórias criam vida. Descubra agora