ΑΝΝΑ
Το μεσημέρι έφυγα σα κυνηγημένη γιατί δεν ήθελα αυτός ο άθλιος άνθρωπος να με δει να κλαίω και να σπαράζω, οδήγησα για λίγα λεπτά και βρέθηκα σε μια παραλία κοντά στο λιμάνι. Εκεί άφησα ελεύθερο τον εαυτό μου και έκλαψε όσο δεν είχα κλάψει ποτέ σε ολόκληρη τη ζωή μου. Από μικρή είχα πολλούς λόγους να κλάψω αλλά ποτέ δε το έκανα. Όταν ήμουνα έξι ο μπαμπάς μου μας παράτησε και από τότε δεν τον ξανά είδα, δεν έκλαψα. Στα δώδεκα πεθαίνει ο αγαπημένος μου παππούς, που μας στήριζε και μας πρόσεχε και ένα χρόνο μετά τον ακολουθεί η γιαγιά μου, ούτε τότε έκλαψα. Στα δεκαέξι έπρεπε να αλλάξουμε σπίτι και γειτονιά, μετακομίσαμε πιο κοντά στη δουλειά της μαμάς μου, εγώ έχασα όλους μου τους φίλους και το πρώτο αγόρι που είχα, πάλι δεν έκλαψα. Τώρα όμως, δεν άντεχα άλλο... έκλαψα πολύ, πάρα πολύ, η απώλεια που ένιωθα ήταν πολύ μεγάλη, δε φανταζόμουνα ότι θα πονούσα έτσι για έναν άνθρωπο που γνώριζα μόνο λίγους μήνες, ένιωθα ότι δεν είχα άλλα δάκρυα, στο μυαλό μου ερχόταν η τελευταία ματιά που μου έριξε, ήταν γεμάτη μίσος. Δεν ξέρω πόση ώρα έκατσα εκεί, όταν έπεσε ο ήλιος αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να επιστρέψω. Δεν ήθελα να πάω σπίτι του, δεν ήμουν έτοιμη να τον αντιμετωπίσω, όχι ακόμα! Η Ελπίδα με είχε πάρει αρκετές φορές τηλέφωνο αλλά δε το σήκωσα καμία. Δεν ήμουν σίγουρη για την αντίδραση της. Σταμάτησα μπροστά στο σπίτι της κυρίας Ελισάβετ, δε χρειάστηκε να το σκεφτώ πολύ, δεν είχα που αλλού να πάω...
«Σου έβαλα και λίγα κουλουράκια μαζί με το τσάι, θα ήθελες κάτι άλλο?»
«Ευχαριστώ πολύ κυρία Ελισάβετ, να είστε καλά!» τραβάει μια καρέκλα και κάθεται απέναντι μου,
«Εγώ κορίτσι μου καλά θα είμαι... εσύ όμως?» τι να της πω τώρα? Ότι ο γιος της με μισεί επειδή νομίζει ότι έπαιξα μαζί του? Εδώ και μία ώρα που έχω έρθει ασχολιόμουν με την Λίζα, τώρα όμως που την πήρε ο ύπνος δεν έχω καμία δικαιολογία... «Τα μάτια σου είναι ακόμα κατακόκκινα...» μου λέει,
«Αχ! Κυρία Ελισάβετ, νιώθω τόσο μπερδεμένη...»
«Η ζωή Άννα μου είναι ένα κουβάρι, από τη στιγμή που γεννιόμαστε αυτό αρχίζει και μπερδεύει, έτσι για να έχουμε κάτι να ασχολούμαστε, κάθε φορά που λύνουμε ένα κόμπο είναι μια επιτυχία για μας, κάποιες φορές πάλι βρίσκουμε ένα άλλο κουβάρι και θέλουμε να μπερδευτούμε μαζί του για πάντα.»
«Μάλιστα...» το σκέφτομαι για λίγα δευτερόλεπτα «πάλι δεν ξέρω τι να κάνω...»
«Μάλλον θα πρέπει να πάρεις κάποιες αποφάσεις, ίσως θα έπρεπε να μιλήσεις σε κάποιον... στον Στέφανο ίσως?» ωραία, κάτι έχει καταλάβει ή με ψαρεύει? Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να φύγω.
VOUS LISEZ
Κρασί...Θάλασσα...έρωτας
Roman d'amourΗ Άννα πρέπει οπωσδήποτε να φύγει από την Αθήνα και να βρει μια δουλειά χωρίς να μάθει ο πρώην της τίποτα. Η κολλητή της φίλη, η Ελπίδα, της βρίσκει δουλειά στο νησί της κοντά στα τρία ξαδέρφια της. Θα γίνει νταντά της μικρής Λίζας και θα προσπαθήσε...