Σταματάω το αμάξι δίπλα στο σπίτι και παίρνω τηλέφωνο τον Στρατή.
«Έλα, κανόνισε να πάει κάποιος την Καίτη στο σπίτι της...» με το που ακούει το όνομα της πάει να βγει από το αμάξι, κλειδώνω και με χτυπάει στο μπράτσο, όση ώρα προσπαθεί να με πονέσει, ο αδερφός μου με ρωτάει αν είμαστε μαζί.
«Ναι, εδώ μαζί μου είναι...» έχει μείνει ακίνητη «ναι είναι λίγο μεθυσμένη...»
«Είμαι μια χαρά!! Να του πεις να έρθει να με πάρει! Βοήθεια!!» κλείνω το τηλέφωνο, ξεκλειδώνω και βγαίνουμε έξω, παραπατάει και τρέχω για να την πιάσω, δε θέλει να την ακουμπάω και έτσι αναγκάζομαι να την βάλω στον ώμο μου. Τσιρίζει και κλοτσάει, δε με νοιάζει, φτάνω στην πόρτα και με δυσκολία την κρατάω να μη πέσει, την κατεβάζω και την κρατάω ανάμεσα στην πόρτα και στο σώμα μου.
«Κάτσε για μια στιγμή ακίνητη, θα χτυπήσεις.» μένει ακίνητη και με κοιτάει με το πιο πληγωμένο βλέμμα που έχω δει, ξεφυσάω «Μη με κοιτάς έτσι...» βουρκώνει,
«Γιατί ήρθες εκεί?» με ρωτάει, τι να της πω τώρα?
«Δεν ήθελα να είσαι μαζί του... δε το καταλαβαίνεις?»
«Να καταλάβω τι?» φωνάζει «Δε θες να είμαι μαζί του? Γιατί?» βρίσκω τα κλειδιά και ξεκλειδώνω
«Θα κρυώσεις... πάμε μέσα.» βγάζει το τζάκετ της και το πετάει
«Φοβάσαι μη κρυώσω? Αυτό έχεις μόνο να πεις?» την κολλάω απότομα πάνω στην πόρτα, τα πρόσωπα μας απέχουν χιλιοστά το ένα από το άλλο, μιλάω σχεδόν μέσα στο στόμα της
«Φοβάμαι μη τον ερωτευτείς... φοβάμαι μη σε χάσω... φοβάμαι αυτό που νιώθω όταν είμαι κοντά σου...» ακουμπάω τα χείλη μου στα δικά της και εκείνα ανοίγουν για να με δεχτούν. Με τα χέρια μου έχω πιάσει το κεφάλι της και προσπαθώ να τη φέρω ακόμα πιο κοντά. Οι γλώσσες μας μπερδεύονται και εξερευνούν, το φιλί μας βαθαίνει κι'άλλο, την σηκώνω και τυλίγει τα πόδια της γύρο μου. Τα στοματά μας χωρίζονται μόνο για να πάρουν ανάσα, την ακούω να βογκάει και χάνω το μυαλό μου. Την ξαπλώνω στον καναπέ, της λύνω το κορδόνι του φορέματος που είναι δεμένο στο λαιμό της, γαμώτο! τα στήθη της προβάλουν γεμάτα και υπέροχα, χωρίς σουτιέν! Οι ρώγες τις είναι ορθωμένες, παίρνω την μία στο στόμα μου, την πιπιλάω και σκληραίνει, αφήνω υγρά φιλιά σε όλο το στήθος και περνάω στο επόμενο, την ακούω που βογκάει και θέλω να την ακούσω να φωνάζει το όνομα μου όταν θα είμαι μέσα της. Με το ένα μου χέρι την τραβάω και κάθεται πάνω μου, την φιλάω στο στόμα, στο πρόσωπο, στα μάτια, μαλάζω τα στήθη της και νιώθω τον ανδρισμό μου να ασφυκτιά μέσα στο παντελόνι. Μου ξεκουμπώνει το πουκάμισο, το βγάζω και εκείνη τρίβεται πάνω μου. Δε σταματάω να τη φιλάω, με το χέρι μου χαϊδεύω το μπούτι της, όταν φτάνω στην άκρη της κάλτσας της παγώνω. Την κοιτάω ερωτηματικά και μου χαμογελάει «θα με πεθάνεις...» της λέω και την ξαπλώνω πάλι στο πλάι, της τραβάω το φόρεμα προς τα κάτω και μένει μόνο με τις κάλτσες, τις γόβες και ένα μαύρο απλό στρινγκ. Την φιλάω ξανά και τη ρωτάω αν είναι σίγουρη, αν βγάλω το παντελόνι μου δε ξέρω αν θα μπορώ να κάνω πίσω μετά. Κουνάει καταφατικά το κεφάλι της και δαγκώνει τα χείλια της. Ξεκουμπώνω τη ζώνη μου και τη στιγμή εκείνη κάποιος χτυπάει την πόρτα με δύναμη.
«Πήγαινε στο γραφείο μου και μείνε εκεί μέχρι να έρθω.»
«Ποιος είναι?»
«Δεν ξέρω αλλά θα μάθω.» ελπίζω όποιος είναι τέτοια ώρα να έχει μια πολύ καλή δικαιολογία.
Στην πόρτα ήταν ο Στέλιος, συνάδελφος του Στρατή. Ήρθε να μου πει ότι ο Στρατής τράκαρε με τη μηχανή και είναι στο νοσοκομείο.
«Πότε έγινε? Που τον έχουν?»
«Μόλις έφυγες εσύ, λίγη ώρα μετά ζήτησε να φύγει και εκείνος. Κάποιος ήταν μπροστά στο ατύχημα και τον πήγε αμέσως στο νοσοκομείο.»
«Είναι σοβαρά?» το μυαλό μου δουλεύει με χίλιες στροφές, η ζάλη από το ποτό ως δια μαγείας έχει εξαφανιστεί.
«Δεν ξέρω...»
«Πήγαινε να ξυπνήσεις τον Νικήτα, ξέρεις που μένει?»
«Ναι, πάω..»
«Θα βρεθούμε στο νοσοκομείο πες του.» Μπαίνω μέσα και την βρίσκω ντυμένη, φοράω στα βιαστικά το πουκάμισο μου
«Θα γίνει καλά?»
«Δεν ξέρω...» κλαίει, την αγκαλιάζω «σε παρακαλώ μη κλαις..»
«Θέλω να έρθω μαζί σου...» γνέφω καταφατικά, τρέχει στη σκάλα « μια στιγμή θα κάνω.» κατεβαίνει σε ένα λεπτό φορώντας φόρμες και αθλητικά.
Ακούω σχόλια!! Τι λέτε να γίνει? Δεύτερη φορά που τους διακόπτουν...
YOU ARE READING
Κρασί...Θάλασσα...έρωτας
RomanceΗ Άννα πρέπει οπωσδήποτε να φύγει από την Αθήνα και να βρει μια δουλειά χωρίς να μάθει ο πρώην της τίποτα. Η κολλητή της φίλη, η Ελπίδα, της βρίσκει δουλειά στο νησί της κοντά στα τρία ξαδέρφια της. Θα γίνει νταντά της μικρής Λίζας και θα προσπαθήσε...