κεφάλαιο 66

15.8K 1K 20
                                    


ΣΤΕΦΑΝΟΣ

Ανοίγω την πόρτα και βλέπω μπροστά μου την Άλισον. Δεν μπορώ να πω ότι δεν το περίμενα αλλά πάλι...

«Γεια σου Στέφανε! Μπορώ να περάσω?» κάνω ένα βήμα πίσω και την καλώ μέσα,

«Πέρασε..» κάθεται στον ένα καναπέ και σταυρώνει τα πόδια της, φοράει ένα κοντό φόρεμα, που έχει ανέβει επικίνδυνα «Να σου προσφέρω ένα ποτήρι κρασί?»

«Θα προτιμούσα κάτι πιο δυνατό! Ένα ουίσκι ας πούμε!» ανοίγω το έπιπλο με τα ποτά και της σερβίρω, «Εσύ? Δε θα μου κάνεις παρέα?»

«Γιατί όχι?» Βάζω και στον εαυτό μου ένα και κάθομαι στην πολυθρόνα δίπλα της

«Πως είσαι?» με ρωτάει «Εννοώ μετά το χωρισμό σου με την Άννα..» να υποθέσω ότι το παίζει φίλη μου αυτή τη στιγμή?

«Αρκετά καλά, ήταν κάτι που τελείωσε! Τα καλύτερα έρχονται!» τσουγκρίζω τα ποτήρια μας και σκέφτομαι ότι λέω βλακείες

«Μάλλον το ίδιο πιστεύει και εκείνη... για να βρήκε τόσο γρήγορα άλλον!» τι? Μάλλον κάποιο ψέμα της θα είναι και αυτό.

«Μπράβο της! Ελπίζω να είναι κάποιος καλός γι'αυτήν!»

«Τον ξέρεις!» απορώ γιατί το συνεχίζει «Είναι ο Φίλλιπος!» το πιθανότερο μου λέει ψέματα άρα πρέπει να συγκρατηθώ.

«Ωραία! Και εσύ πως το κατάλαβες?»

«Σήμερα πήγαμε στην παραλία με τον Νικ και τους είδαμε όλους εκεί. Η μαμά σου, η μαμά της, η Ελπίδα και η κόρη μας ήταν μέσα στο νερό και εκείνη με τον Φίλλιπο ήταν ξαπλωμένοι έξω, μιλούσαν και γελούσαν συνέχεια..» αυτό δεν σημαίνει τίποτα.

«Όταν της άπλωνε το αντηλιακό στην πλάτη φαινόταν ότι δεν ήταν δύο ξένοι, υπήρχε οικειότητα!» την ακουμπούσε γαμώτο! Ψυχραιμία.

Το επόμενο πρωί σηκώθηκα με φοβερά νεύρα. Χτες το βράδυ, όταν πια κατάφερα να τη διώξω, σχεδόν με το ζόρι, είδα ότι είχα ένα μήνυμα από την Άννα. Μου έλεγε ότι θα κοιμηθεί στου Νικήτα, της απάντησα μια ξερή καληνύχτα και το έκλεισα. Σήμερα έπρεπε να κάνω κάτι για να τελειώνει όλη αυτή η κωμωδία μία ώρα αρχύτερα. Πήρα τηλέφωνο την Άλισον και της είπα ότι θα περάσω να την πάρω. Μόνο που δε πέταξε από τη χαρά της. Το προηγούμενο βράδυ είχε κάνει πάλι απόπειρα να με πλησιάσει αλλά δε την άφησα... σήμερα όμως έπρεπε να το κάνω. Ξεκινήσαμε, με μία μεγάλη βόλτα μέχρι την άκρη του νησιού, αποφασίσαμε να σταματήσουμε σε μία καφετέρια. Πίναμε τον καφέ μας και συζητούσαμε, κάποια στιγμή, άρχισε να μου λέει για το όνειρο που είχε, να ανοίξει μία δική της δουλειά. Δεν είχε το κεφάλαιο που χρειαζόταν, προσπαθούσε να το μαζέψει, μου είπε ότι δεν ήθελε να πάει σε τράπεζα γιατί είναι οι χειρότεροι τοκογλύφοι. Εδώ μάλλον θα έπρεπε να επέμβω και να της προτείνω να της δώσω εγώ τα χρήματα, αλλά δε το έκανα, αντιθέτως!

Κρασί...Θάλασσα...έρωταςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora