κεφάλαιο 54

17.1K 1K 16
                                    

ΣΤΕΦΑΝΟΣ

Της βγάζω την πουκαμίσα, την σηκώνω στην αγκαλιά μου και τη ρίχνω στο νερό. Βγάζω στα γρήγορα και τα δικά μου ρούχα τα πετάω στην άμμο και την ακολουθώ. Απομακρύνεται και κολυμπάω προς το μέρος της, κάνω ένα μακροβούτι και βγαίνω μπροστά της. Μου πετάει νερά για να με απωθήσει, δε τα καταφέρνει, την αγκαλιάζω και τη φιλάω γλυκά, το φεγγάρι φέγγει και κάνει τα σώματα μας να λάμπουν με ένα εξωπραγματικό τρόπο, τη σηκώνω και εκείνη τυλίγει τα πόδια της γύρω μου, ετοιμάζομαι να την ξανά κάνω δική μου, όταν ξαφνικά βλέπουμε στην παραλία να εισβάλουν τρία αμάξια. Το ένα κινείτε προς το κιόσκι, το άλλο στο κέντρο της παραλίας και το τρίτο προς τα εκεί που έχουμε τα πράγματα μας.

«Μείνε πίσω μου...» φοβάμαι

«Στέφανε μη βγεις έξω σε παρακαλώ... δε ξέρουμε ποιοι είναι...» Τώρα και τα τρία αμάξια είναι κοντά στα βράχια, σταματάνε και ακούω τις φωνές του Στρατή και του Νικήτα.

«ΣΤΕΦΑΝΕ!!! ΑΝΝΑ!!!» φωνάζουν δυνατά, πλησιάζω προς την παραλία, είμαι καλυμμένος μέχρι τη μέση, η Άννα είναι πίσω μου μέσα στο νερό.

«Τι πάθετε ρε?» φωνάζω για να με ακούσουν, είμαστε σε αρκετά κοντινή απόσταση

«Εδώ είσαι? Που είναι η Άννα?» ο Νικήτας μοιάζει ανακουφισμένος που με βλέπει, πιο πέρα διακρίνω τον Πέτρο με τον Κώστα,

«Εδώ είναι... πίσω μου.» την ακούω να λέει ένα ντροπαλό "γεια" ο Στρατής στέκεται δίπλα στο Νικήτα έξω στην αμμουδιά και κρατάει την πουκαμίσα της Άννας

«Γιατί δε βγαίνετε έξω?»

«Μικρέ, πόσα χρόνια έχεις να φας ξύλο?» έχει ξεκαρδιστεί στο γέλιο

«Πολλά! Άντε βγείτε γιατί όλοι ανησυχούν! Νομίζαμε ότι την έπνιξες!»

«Πείτε στους άλλους να φύγουν και γυρίστε από την άλλη για να βγούμε.» Δέκα λεπτά πιο μετά είμαστε έξω σχεδόν ντυμένοι και προχωράμε προς τα εκεί που έχω αφήσει το αμάξι μου. Τα αδέρφια μου μας περιμένουν εκεί.

«Τι θέλετε και έρχεστε ακάλεστοι? Δε μπορώ να κάνω ένα μπάνιο με τη γυναίκα μου?» Ο Νικήτας μου λέει ότι ανησύχησαν και ότι μας έψαχναν πολύ ώρα, τους λέω με λίγα λόγια τι έγινε και είμαστε έτοιμοι να φύγουμε. Η Άννα στέκεται δίπλα μου και περνάει από μπροστά μας για να μπει στο αμάξι,

«Πω πω Άννα, πως και δε σε έχει κλειδωμένη πουθενά! Το ήξερα ότι είσαι τούμπανο..» του δίνω μια πάνω στο κεφάλι και παραπατάει προς τα πίσω, κοιτάω την Άννα και παθαίνω μικρά εγκεφαλικά, μπαίνω μπροστά της και την καλύπτω, το ρούχο της είναι τόσο βρεγμένο που είναι τελείως διάφανο και δε φοράει μαγιό, γαμώτο! Τους διώχνω άρον άρον και φεύγουμε και εμείς για το σπίτι.

Κρασί...Θάλασσα...έρωταςWhere stories live. Discover now