{Jane's POV}
«Jane, πρέπει να σηκωθείς». Η φωνή ακούγεται από το βάθος κι εγώ προσπαθώ να την αντικρούσω με το πέπλο του ονείρου μου. «Jane», επαναλαμβάνει και αυτή τη φορά νιώθω ένα ελαφρύ άγγιγμα στον ώμο μου.
Ωθώ τον εαυτό μου να ανοίξει τα μάτια του και να αφήσει τον απολαυστικό ύπνο του. Το φως που διαχέεται από τις κουρτίνες μού προκαλεί πονοκέφαλο και η θολή φιγούρα μπροστά μου με σκουντάει συνεχώς. Για μια στιγμή θυμάμαι μια άλλη παρόμοιας ανάλυσης φιγούρα, όμως μέσα σε ένα δευτερόλεπτο το έχω ξεχάσει.
«Μαμά», λέω με απίστευτα βραχνή φωνή. Αναρωτιέμαι αν η άναρθρη κραυγή ακούγεται όπως θέλω.
«Καλημέρα», μου λέει. «Πρέπει να σηκωθείς για να φύγουμε», με ενημερώνει.
«Πού να πάμε;». Είμαι τόσο μπερδεμένη και ανασηκώνω την πλάτη μου για να κοιτάξω τη γυναίκα κατά πρόσωπο.
«Στο Λονδίνο! Είναι Χριστούγεννα αύριο!». Μοιάζει χαρούμενη, τόσο που το συναίσθημά της μεταδίδεται στα εγκεφαλικά μου κύτταρα προκαλώντας μου μεγαλύτερη δυσφορία. «Ετοιμάσου, σε περιμένουμε κάτω».
Φεύγει από το δωμάτιο και για λίγο σκέφτομαι ότι έχω την ευκαιρία να κοιμηθώ παραπάνω. Ωστόσο, αποφασίζω να σηκωθώ από το στρώμα μου και να ντυθώ.
Η κίνηση επιβαρύνει περισσότερο τον εγκέφαλό μου και νιώθω το σώμα μου άκαμπτο. Στρέφω το βλέμμα μου προς τα κάτω αντικρίζοντας με έκπληξη πως τα χθεσινοβραδινά μου ρούχα καλύπτουν τσαλακωμένα το δέρμα μου. Δυσκολεύομαι να θυμηθώ τι συνέβη από ένα σημείο και μετά, κάτι που δεν με ευχαριστεί ιδιαίτερα.
Πηγαίνω να κάνω ένα γρήγορο ντους και να απαλλάξω το πρόσωπό μου από το αλλοιωμένο μακιγιάζ. Καθώς επιστρέφω στο δωμάτιό μου καλώ το φίλο μου, ενώ ταυτόχρονα μαζεύω τα τελευταία πράγματα για το ταξίδι.
«Καλημέρα», του λέω και αφήνω το τηλέφωνό μου σε ανοιχτή ακρόαση πάνω στο γραφείο μου.
«Καλημέρα». Η φωνή του ακούγεται περίεργα, τόσο που με κάνει να γελάσω διπλώνοντας τα ρούχα μου μέσα στη βαλίτσα. «Πονάει τόσο το κεφάλι μου», διαμαρτύρεται.
«Τουλάχιστον περάσαμε καλά;» ρωτάω. «Δε θυμάμαι και πολλά».
Γελάει με τη βραχνή χροιά του να μου δίνει την αίσθηση ότι μόλις ξύπνησε. «Αφού ήπιες τέσσερα ποτήρια βότκα σε σφινάκι», μου εξηγεί. Η μνήμη μου ξεθολώνει και χαίρομαι που, αφού ανέβηκα σε εκείνα τα έδρανα, δεν κατανάλωσα άλλο. Ανέβηκα στα έδρανα!
YOU ARE READING
Let Me In
Teen Fiction«Φεύγεις, έτσι;» λέει. Η έκφραση του προσώπου του αλλάζει σε θυμωμένη. Θέλω να πω πως ποτέ δε θα φύγω, πως θα μείνω εδώ, μαζί του. Αλλά δεν μπορώ. Ξέρω αρκετά καλά ότι η αγάπη δεν πρέπει να έχει περιορισμούς και εμπόδια. Θέλω να ουρλιάξω για το πόσ...