Δεκαεπτά μήνες μετά
12 Ιουλίου
Birmingham
Περιμένω στον καναπέ στη μικρή μονοκατοικία του Μπέρμιγχαμ, απαντώντας σε μερικά emails πελατών από τη δουλειά μου στη βιβλιοθήκη. Πίνω λίγο από τον καφέ μου και κοιτάζω την ώρα.
«Μαμά!» φωνάζω. «Έλα θα αργήσουμε!».
Ακούγονται μερικά βήματα από τον πάνω όροφο και λίγο αργότερα εκείνη κατεβαίνει με ένα χαμόγελο που φωτίζει ολόκληρο το πρόσωπό της. Τα μαλλιά της είναι πιασμένα σε έναν περιποιημένο κότσο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Κατεβαίνει τα σκαλοπάτια με τα λευκά, ψηλά της πέδιλα να ξεπροβάλλουν κάτω από το μακρύ νυφικό. Οι ώμοι της είναι γυμνοί, ενώ το λαιμό της στολίζει ένα απλό ασημένιο κολιέ. Παρατηρώ τα δάχτυλά της και διακρίνω το μονόπετρο που είχα βρει στο δωμάτιό της ενάμιση χρόνο πριν.
Σηκώνομαι όρθια και πηγαίνω προς το μέρος της για να την αγκαλιάσω. Τυλίγω προσεκτικά τα χέρια μου γύρω από τη μορφή της και προσπαθώ να μην κλάψω και χαλάσω το μακιγιάζ μου. Χαίρομαι πάρα πολύ που τη βλέπω έτσι, τόσο χαρούμενη και ευτυχισμένη.
«Rose, είσαι πανέμορφη», σχολιάζει η κυρία Alice, η μητέρα του Brad και κουμπάρα της γυναίκας μπροστά μου. «Ο Jason είναι πολύ τυχερός», επισημαίνει.
«Ποτέ δεν περίμενα ότι θα ξαναπαντρευόμουν», παραδέχεται και γελάει ελαφρώς στο τέλος.
«Χαίρομαι για εσένα», της λέω και το εννοώ με έναν τρόπο που δεν το εννοούσα ενάμιση χρόνο πριν.
Παίρνω την τσάντα μου και βγαίνουμε έξω για να μπούμε στο στολισμένο αυτοκίνητο της μητέρας μου. Κάθομαι στη θέση του οδηγού, η κυρία Alice δίπλα μου και η μητέρα μου στα πίσω καθίσματα. Κατά τη διάρκεια της οδήγησης ρίχνω κλέφτες ματιές από τον κεντρικό καθρέφτη και προσέχω το ειλικρινές χαμόγελό της και τα τρεμάμενα, γεμάτα ανυπομονησία χέρια της. Ποτέ δεν περίμενα να συνοδεύσω τη μητέρα μου στο γάμο της, αλλά χαίρομαι που το κάνω.
Φτάνουμε έξω από το δημαρχείο και παίρνω λίγο χρόνο για να αναπνεύσω σαν να επρόκειτο να παντρευτώ εγώ. Της ανοίγω την πόρτα και τη φιλάω στο μάγουλο πριν εκείνη με πιάσει από το χέρι για να προχωρήσουμε προς τα μέσα. Η κυρία Alice φτιάχνει το πέπλο της και την ουρά του νυφικού της.
«Έτοιμη;» ρωτάω και εκείνη γνέφει με ανυπομονησία.
Περπατάμε αργά και μόλις ανοίγουμε την πόρτα της αίθουσας όλοι σηκώνονται όρθιοι. Δεν έχουν καλέσει πολύ κόσμο, μόνο τους κοντινούς τους φίλους. Η μουσική αντηχεί σε ολόκληρο το κτήριο κι εγώ γυρίζω να κοιτάξω τη γυναίκα δίπλα μου. Χαμογελάει και τα μάτια της σχεδόν δακρύζουν από τα συναισθήματα που την πλημμυρίζουν. Το χέρι της ιδρώνει πάνω στο μπράτσο μου, όσο εγώ προσπαθώ να τη συγκρατήσω μέχρι το τέλος του διαδρόμου.
YOU ARE READING
Let Me In
Teen Fiction«Φεύγεις, έτσι;» λέει. Η έκφραση του προσώπου του αλλάζει σε θυμωμένη. Θέλω να πω πως ποτέ δε θα φύγω, πως θα μείνω εδώ, μαζί του. Αλλά δεν μπορώ. Ξέρω αρκετά καλά ότι η αγάπη δεν πρέπει να έχει περιορισμούς και εμπόδια. Θέλω να ουρλιάξω για το πόσ...