Ο καιρός είναι συννεφιασμένος και μουντός, σαν την ψυχολογία μου. Κρύο αεράκι φυσάει και προκαλεί ρίγος σε όλο μου το κορμί.
«Στάσου!» φωνάζω, αλλά μοιάζει λες και οι λέξεις μου παρασέρνονται από τον άνεμο.
Επιταχύνω το βήμα μου, τρέχω δίπλα στο αγόρι μου, όμως ταυτόχρονα είμαι τόσο μακριά. Το κενό βλέμμα του κάνει την καρδιά μου να πονέσει και το γεγονός ότι δεν σταματάει με διαλύει.
«Daniel, σε παρακαλώ, άκουσέ μου!» εκλιπαρώ και αγγίζω το χέρι του για να τον εμποδίσω να προχωρήσει άλλο.
«Θέλω λίγο χρόνο», μου απαντάει απόλυτα. Χαίρομαι μόνο και μόνο που ακούω τη χροιά της φωνής του, παρόλο που κρύβει ένα χείμαρρο συναισθημάτων.
«Απλά άκουσέ με!» ξαναλέω.
Παίρνει μια ανάσα δίχως να με κοιτάει. «Θα τα πούμε μετά». Απομακρύνεται ξανά, με προσπερνάει λες και είμαι εμπόδιο στο δρόμο του. Ίσως και να είμαι.
«Daniel...» ψελλίζω, γνωρίζοντας ότι είναι αδύνατο να με ακούσει.
Κατεβάζω το κεφάλι μου διότι δεν αντέχω να αντικρίζω τη γυρισμένη πλάτη του. Κάθε βήμα με εξουθενώνει όλο και πιο πολύ. Μακάρι η μαμά μου να μην είχε γνωρίσει ποτέ τον Jason, εύχομαι, αλλά την ίδια στιγμή το μετανιώνω. Αρνούμαι να στερήσω την ευτυχία της προκειμένου να μην είμαι εγώ δυστυχισμένη.
Κάθομαι σε ένα παγκάκι στην άκρη του δρόμου πίσω από μια πολυκατοικία. Μαζεύω τα γόνατά μου και τα αγκαλιάζω με τα τρεμάμενα χέρια μου. Αργά αντιλαμβάνομαι ότι τέλη Νοεμβρίου κυκλοφορώ με ένα κοντομάνικο μπλουζάκι στην πόλη του Μπέρμιγχαμ.
Ψάχνω το κινητό μου σκεπτόμενη να τηλεφωνήσω στο αγόρι μου και να μπορέσουμε να μιλήσουμε ήρεμα, όμως συνειδητοποιώ ότι και αυτό το άφησα στο σπίτι.
«Γαμώτο!» λέω μέσα από τα δόντια μου και πετάω μια πέτρα στον απέναντι τοίχο.
Περνάω τα δάχτυλά μου με μανία μέσα από τα μαλλιά μου και αναρωτιέμαι πόσο πιο άσχημη τροπή μπορούν να πάρουν τα πράγματα. Θα μπορούσα να πιάσω μια δουλειά και να μαζέψω χρήματα για να επιστρέψω στο Λονδίνο. Κάτι τέτοιο, βέβαια, είναι ανέφικτο. Εάν δεν τελειώσω το Πανεπιστήμιο δεν μπορώ να φύγω.
«Γαμώτο!» ξαναλέω.
Ο ήχος μιας μηχανής που σταματάει λίγο πιο πέρα μου προκαλεί πονοκέφαλο. Οι αισθήσεις μου έχουν ενταθεί και εύχομαι να μπορούσα να σταματήσω το χρόνο μέχρι να συνέλθω, να μην ακούγεται τίποτε άλλο πέρα από τους χτύπους της αδύναμης καρδιάς μου.
YOU ARE READING
Let Me In
Teen Fiction«Φεύγεις, έτσι;» λέει. Η έκφραση του προσώπου του αλλάζει σε θυμωμένη. Θέλω να πω πως ποτέ δε θα φύγω, πως θα μείνω εδώ, μαζί του. Αλλά δεν μπορώ. Ξέρω αρκετά καλά ότι η αγάπη δεν πρέπει να έχει περιορισμούς και εμπόδια. Θέλω να ουρλιάξω για το πόσ...