Αργά το βράδυ, αφού μαζέψουμε τα πιάτα και καληνυχτίσουμε ο ένας τον άλλον, κλείνομαι στο δωμάτιό μου. Προσπαθώ να κοιμηθώ, έστω για μερικές ώρες, όμως η μορφή του και τα γλυκά λόγια του ξεπροβάλλουν συνεχώς στο μυαλό μου.
Κοιτάζω το σκοτεινό ταβάνι και σκέφτομαι για πόσους λόγους είναι λάθος να είμαστε μαζί. Πέρα από το προφανές -τους γονείς μας δηλαδή- ένα μέρος του εαυτού μου αρνείται να συνάψει σχέση μαζί του, επειδή θέλω να πιστέψω ότι δε θα με πληγώσει, αλλά δεν μπορώ να διώξω τελείως το ενδεχόμενο από το κεφάλι μου. Στριφογυρίζω πάνω στο στρώμα μου και παλεύω να διώξω την εικόνα του -εκείνη που με κοιτούσε με έναν μοναδικό τρόπο που με έκανε να αισθανθώ ξεχωριστή- αλλά αποτυγχάνω.
Ξεφυσάω και κάθομαι καθιστή στην άκρη του κρεβατιού. Αποφασίζω να βγω από το δωμάτιό μου για να πιω λίγο νερό, όμως όταν στέκομαι στο διάδρομο και διακρίνω την πόρτα του αλλάζω γνώμη. Περπατάω προς τα εκεί με αβέβαια βήματα και χτυπάω απαλά το ξύλο.
Το στομάχι μου σφίγγεται όταν δεν παίρνω κάποια απάντηση, όμως την επόμενη στιγμή νιώθω την ανάγκη να αντικρίσω τα ήπια χαρακτηριστικά του ενώ θα κοιμάται. Σπρώχνω το χερούλι και η ανάσα μου σταματάει λίγο πριν την έξοδο. Μέσα στο σκοτάδι, τα μπλε μάτια του καρφώνονται στα δικά μου και με καθιστούν ακίνητη και αδύναμη.
«Τι στο διάολο κάνεις εδώ τέτοια ώρα;» ρωτάει ξαφνιασμένος και βγάζει τα ακουστικά από τα αυτιά του. Έπειτα, η φωνή του μαλακώνει. «Είσαι καλά;».
Μπαίνω διστακτικά μέσα και κλείνω την πόρτα πίσω μου, αφήνοντας μόνο το φως του φεγγαριού να μπαίνει μέσα στο χώρο από το ανοιχτό παράθυρο. «Ήθελα να σε δω», ομολογώ και κάθομαι στο κρεβάτι δίπλα του. Εκείνος μετακινείται λίγο για να μου κάνει χώρο και κλείνει τη μουσική από το κινητό του. «Πειράζει να μείνω για λίγο;» ζητάω ντροπαλά.
«Όσο θες», μου λέει και παίρνω πρωτοβουλία για να ξαπλώσω.
Το κρεβάτι αυτό είναι αρκετά μικρό σε σχέση με αυτό στο Μπέρμιγχαμ, οπότε το σώμα του κολλάει αναγκαστικά στο δικό μου. Στηρίζεται στο χέρι του για να μπορώ να είμαι άνετα και, παρά το σκοτάδι, μπορώ να διακρίνω ένα μικρό χαμόγελο στα χείλη του.
«Τι άκουγες;» ρωτάω μέσα στην ησυχία που απλώνεται ανάμεσά μου -όμως το είδος της ησυχίας που γαληνεύει την ψυχή μας.
«Κάτι δυνατό», απαντάει αδιάφορα. «Για να μην ακούω τις φωνές των δίπλα». Με το χέρι του δείχνει τον τοίχο πίσω μας και μου παίρνει λίγο χρόνο να συνειδητοποιήσω ότι αναφέρεται στους φίλους μας.
YOU ARE READING
Let Me In
Teen Fiction«Φεύγεις, έτσι;» λέει. Η έκφραση του προσώπου του αλλάζει σε θυμωμένη. Θέλω να πω πως ποτέ δε θα φύγω, πως θα μείνω εδώ, μαζί του. Αλλά δεν μπορώ. Ξέρω αρκετά καλά ότι η αγάπη δεν πρέπει να έχει περιορισμούς και εμπόδια. Θέλω να ουρλιάξω για το πόσ...