Η Παρασκευή περνάει γρήγορα, έτοιμη να υποδεχτεί ένα ακόμα Σαββατοκύριακο. Κάθε λεπτό εύχομαι αυτή τη φορά να είναι καλύτερα, έφτασα σε σημείο να ζητήσω από τον Jason τα κλειδιά του εξοχικού του, όμως το μετάνιωσα στη στιγμή. Δε θα ήταν σωστό.
«Jane, ήρθε!» ακούω την ενθουσιασμένη φωνή της μαμάς μου από τον κάτω όροφο.
Σηκώνομαι απότομα από το κρεβάτι μου και τρέχω ορμητικά στις σκάλες ως την εξώπορτα. Το αγόρι μου, ανανεωμένο από την πρώτη φορά που τον είδα, βγαίνει από το αυτοκίνητό του με ένα μικρό σακίδιο στην πλάτη. Σπεύδω να τον αγκαλιάσω και τον σφίγγω όσο περισσότερο μπορώ ώστε να νιώσω αυτή την οικεία ζεστασιά.
Τυλίγει τα χέρια του γύρω μου, ήρεμα και τρυφερά όπως πάντα. Χαίρομαι που αυτή η κίνηση δεν είναι άβολη, μαζεμένη και γεμάτη φόβο για τη διαμονή του.
«Μου έλειψες» του λέω και τον φιλάω πεταχτά στα ροζ χείλη του.
Είναι όμορφος μέσα στο κρύο με τα κόκκινα μάγουλά του που κάνουν τα μάτια του να φαίνονται πιο έντονα. Περνάει τους παγωμένους κόμπους του από το ζυγωματικό μου και εγώ γέρνω προς το χέρι του παρατείνοντας την επαφή.
«Ελάτε μέσα, κάνει κρύο έξω!» μας φωνάζει η μαμά μου κι εμείς την ακούμε πιστά.
Δεν είχα καταλάβει πόσο κρύο έκανε μέχρι να εισέλθω στο ζεστό σπίτι του Jason. Όσο ο Daniel χαιρετάει και μιλάει με τη μητέρα μου και τον σύντροφό της, εγώ έχω το βλέμμα μου καρφωμένο στη σκάλα, ευχόμενη εκείνος να μην βγει από το δωμάτιό του με μια ειρωνεία στα χείλη.
«Πάμε πάνω», δηλώνω όσο ο διάδρομος είναι ασφαλής και από τη στιγμή που βλέπω πως η μαμά μου δεν πρόκειται να σταματήσει να μιλάει.
Τον τραβάω από το χέρι αγχωμένα και με πόδια που με το ζόρι πατούν σταθερά στα σκαλοπάτια. Δε θέλω να καταστραφεί άλλο ένα σαββατοκύριακό μας που θα μας κάνει να είμαστε θυμωμένοι για το υπόλοιπο της εβδομάδας.
Μπαίνουμε στο δωμάτιό μου και απελευθερώνω μία ανάσα που δεν είχα ιδέα ότι κρατούσα. Χαίρομαι που δεν το παρατηρεί, ή ακόμα και να το κάνει δε ζητάει να το συζητήσουμε.
Βγάζει τα βαριά ρούχα του και κάθεται στο κρεβάτι καλώντας με κοντά του. Πλησιάζω και βολεύομαι δίπλα του με τα πόδια μου πάνω στα δικά του. Χρειάζομαι την επαφή, σαν να είναι απαραίτητη για να βεβαιωθώ πως όλα θα πάνε καλά.
«Λοιπόν, τι έχεις ετοιμάσει;» τον ρωτάω αφού δεν έχω ξεχάσει την πρόταση που μου είχε πει όταν μιλήσαμε πριν δύο μέρες στο τηλέφωνο.
YOU ARE READING
Let Me In
Teen Fiction«Φεύγεις, έτσι;» λέει. Η έκφραση του προσώπου του αλλάζει σε θυμωμένη. Θέλω να πω πως ποτέ δε θα φύγω, πως θα μείνω εδώ, μαζί του. Αλλά δεν μπορώ. Ξέρω αρκετά καλά ότι η αγάπη δεν πρέπει να έχει περιορισμούς και εμπόδια. Θέλω να ουρλιάξω για το πόσ...