46.~Chinese Food~

102 12 18
                                    

Επιστρέφω σπίτι μετά από αρκετή ώρα στο πάρκο με το αγόρι μου. Ο Daniel πήγε να παραγγείλει κινέζικο για το βράδυ και, έτσι, έχω ελάχιστο χρόνο χωρίς την παρουσία του για να σκεφτώ την κατάσταση. Πρέπει να του μιλήσω το συντομότερο, αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Ξεκλειδώνω την πόρτα και μπαίνω μέσα κρεμώντας το μπουφάν μου. Ακούω θόρυβο από την κουζίνα και πηγαίνω ως εκεί σχεδόν ακούσια. Ο Damon βάζει μερικά πιάτα στη θέση τους με την ψηλή κορμοστασιά του να γεμίζει το χώρο.

Βήχω για να δηλώσω την παρουσία μου και εκείνος, αφού ελέγξει το περιβάλλον γύρω μου, στέκεται στο πρόσωπό μου. «Σε άφησε μόνη σου;» ρωτάει με υποτιμητικό ύφος.

«Πήγε να φέρει κινέζικο», απαντάω και πηγαίνω με μικρά, διστακτικά βήματα προς το μέρος του. «Θα κάτσεις μαζί μας;» ρωτάω δειλά.

Γελάει πνιχτά. «Δεν έχω καμία διάθεση να κρατάω το φανάρι. Εξάλλου δε θέλω να χαλάσω αυτή την υπέροχη ρομαντική ατμόσφαιρα», λέει γεμάτος ειρωνεία.

Με προσπερνάει, αλλά βαθιά μέσα μου αρνούμαι να τον αφήσω να φύγει. Έτσι, τυλίγω τα δάχτυλά μου γύρω από το μπράτσο του και τον σταματάω. Γυρίζει να με κοιτάξει σε απόσταση αναπνοής και βυθίζομαι ξανά στα μπλε μάτια του. Τα χείλη του είναι μισάνοιχτα, σαν να αποζητούν κάτι από τα δικά μου. Καταβάλλω τεράστια προσπάθεια να μην κυλήσω ξανά σε αυτό το λυτρωτικό χάος.

«Τι;» ζητάει να μάθει με φωνή που φτάνει στα αυτιά μου απελπιστικά αισθησιακή.

«Μην αναφέρεις στο Daniel τι έχει συμβεί», του λέω και τα μάτια του γεμίζουν με το αίσθημα της ευθυμίας. Από τη μία, χαίρομαι που αντιλαμβάνεται αμέσως σε τι αναφέρομαι και δεν χρειάζεται να πω τις ακριβείς λέξεις. Ωστόσο, από την άλλη, δεν φαίνεται να τον επηρεάζει όπως εμένα η υπενθύμιση εκείνων των στιγμών. «Σε παρακαλώ», προσθέτω.

«Γιατί; Φοβάσαι μήπως σε χωρίσει;». Η ανάσα του χτυπάει το πρόσωπό μου και τα μάτια του καίνε το δέρμα μου. Η λαβή μου χαλαρώνει γύρω από το χέρι του και αισθάνομαι το γνώριμο, πλέον, συναίσθημα να φωλιάζει πίσω από το στήθος μου.

«Δεν θέλω να ανακατευτείς σε αυτό, Damon. Θα του το πω εγώ και χρειάζομαι χρόνο», ψελλίζω, αλλά οι λέξεις μοιάζουν να μη βγαίνουν από το δικό μου στόμα.

«Δεν με νοιάζει τι θα κάνεις, Jane», απαντάει με σφιγμένο σαγόνι και μάτια που γυαλίζουν. «Χέστηκα αν θα του το πεις, πώς θα του το πεις και πότε».

Let Me InWhere stories live. Discover now