{Jane's POV}
Είναι η τρίτη φορά που κλείνω απεγνωσμένη το ξυπνητήρι. Το κεφάλι μου πονάει και τα μάτια μου δε λένε να ανοίξουν. Πρέπει να σηκωθώ, επαναλαμβάνω συνεχώς στον εαυτό μου.
«Jane, είσαι έτοιμη;» ρωτάει η μαμά μου πίσω από την πόρτα. Γαμώτο!
Παλεύω να σηκωθώ βιαστικά χωρίς να χρειαστεί να ξεριζώσω το κεφάλι από τους ώμους μου. Τελικά, το κρασί ίσως να μην ήταν τόσο καλή ιδέα.
«Σε πέντε λεπτά!» λέω με απίστευτα βραχνή φωνή, η οποία εύχομαι να μην έγινε αντιληπτή.
Ντύνομαι με ό,τι διακρίνω από τον πονοκέφαλο και τη νύστα. Πετάω ακατάστατα τα υπάρχοντά μου στη βαλίτσα μου και προσπαθώ να μην το σκέφτομαι. Χτενίζω τα μαλλιά μου με τα χέρια μου και ρίχνω μια τελευταία ματιά ευχόμενη να τα έχω πάρει όλα.
Κατεβαίνω κάτω σε μια πιθανόν τραγική κατάσταση. Η ώρα είναι έντεκα το πρωί κι εγώ έπρεπε να έχω σηκωθεί από τις οχτώ για να προλάβω. Κάτι που φαντάζει σενάριο επιστημονικής φαντασίας.
Ο Jason παίρνει τη βαλίτσα από τα χέρια μου και την πηγαίνει στο αυτοκίνητο. Η μητέρα μου με πλησιάζει και με αγκαλιάζει, προφανώς ευχαριστημένη από το διήμερο αυτό.
«Πέρασες καλά;» με ρωτάει.
«Ναι», απαντάω μονολεκτικά. Δε θα έλεγα ότι ήταν και χάλια, αλλά σίγουρα το καλά δεν είναι η κατάλληλη λέξη.
«Ξέχασα να σου πω! Με πήρε ο Daniel και μου είπε ότι έχει φτάσει στο Μπέρμιγχαμ. Σε καλούσε αλλά δεν το σήκωνες».
Είχα ξεχάσει τελείως την άφιξη του αγοριού μου σήμερα. Η αλήθεια είναι πως δεν μπόρεσα να σκεφτώ και πολλά από την ώρα που ξύπνησα.
«Τέλεια», απαντάω, ίσως όχι όσο ενθουσιασμένη θα έπρεπε να είμαι.
«Είσαι εντάξει; Φαίνεσαι κουρασμένη. Δεν κοιμήθηκες καλά;» με ρωτάει και με πιάνει από τους ώμους για να με οδηγήσει σιγά σιγά προς τα έξω.
«Όχι, έβλεπα περίεργα όνειρα και δεν μπόρεσα να ξεκουραστώ αρκετά», ψεύδομαι. Ξέρω ότι είμαι είκοσι σχεδόν, οπότε δε θα μου έλεγε κάτι επειδή ήπια χθες βράδυ. Ωστόσο, είναι κάτι που δεν έχω ξανακάνει και δε θέλω να το συζητήσω αυτή τη στιγμή.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο και για λίγο ψάχνω τον Damon. Υποθέτω ότι έφυγε νωρίς το πρωί με το δικό του μεταφορικό μέσο.
Λες να είναι σπίτι με τον Daniel; Τρομάζω σε αυτή τη σκέψη και κουνάω το κεφάλι μου με μανία. Σίγουρα θα τον προσβάλλει και δε θέλω να συμβεί κάτι τέτοιο. Βολεύομαι στα πίσω καθίσματα όσο μου επιτρέπει η αγωνία που με κυριεύει.
YOU ARE READING
Let Me In
Teen Fiction«Φεύγεις, έτσι;» λέει. Η έκφραση του προσώπου του αλλάζει σε θυμωμένη. Θέλω να πω πως ποτέ δε θα φύγω, πως θα μείνω εδώ, μαζί του. Αλλά δεν μπορώ. Ξέρω αρκετά καλά ότι η αγάπη δεν πρέπει να έχει περιορισμούς και εμπόδια. Θέλω να ουρλιάξω για το πόσ...