Το φεγγάρι καμαρώνει ανάμεσα από τα άστρα και φωτίζει τη νύχτα πολλών ανθρώπων σε ολόκληρη την Αγγλία. Κοιτάω την ώρα στο κινητό μου, δύο τα ξημερώματα. Πλησιάζω το παράθυρο και στηρίζω τα χέρια μου στο περβάζι. Η γειτονιά είναι ήσυχη τέτοια ώρα και σχεδόν όλα τα φώτα είναι κλειστά από τα σπίτια.
Για λίγο σκέφτομαι εάν ο Daniel κοιμάται. Πιθανόν ναι, αφού με καληνύχτισε περίπου μία ώρα πριν. Κανονικά δε θα έπρεπε να μου λείπει αυτή τη στιγμή, σπάνια ήμασταν μαζί μέχρι τις δύο. Ωστόσο, τα άγνωστα κτήρια μου υπενθυμίζουν πως δεν βρίσκεται μερικά τετράγωνα μακριά μου.
Γυρίζω το βλέμμα μου στο δωμάτιο που βρίσκομαι και συνειδητοποιώ πως είναι δικό μου, πρέπει να είναι. Δεν ήθελα να μετακομίσω εδώ και τώρα έχω πολλούς λόγους να το μετανιώνω. Δύο χρόνια πρέπει να υποστώ την αγένεια. Άραγε θα τα καταφέρω; Υπόσχομαι στον εαυτό μου ότι όλα θα πάνε καλά και μόλις τελειώσω το Πανεπιστήμιο θα επιστρέψω στην πόλη μου, στο αγόρι μου.
Πλέον δεν ακούγεται κανένας θόρυβος από το σπίτι και ιδίως από το διπλανό δωμάτιο, οπότε υποθέτω πως ο Damon με τη φίλη του έχουν επιτέλους κοιμηθεί. Παίρνω όλα τα πράγματά μου αυτή τη φορά και με αθόρυβα βήματα προχωράω ως το μπάνιο και κλειδώνω την πόρτα.
Βγάζω τα αθλητικά μου ρούχα και μπαίνω στο ντους. Αφήνω το ζεστό νερό να ξεπλύνει το σώμα μου από τον ιδρώτα του απογεύματος. Περίπου είκοσι λεπτά αργότερα έχω κάνει μπάνιο και έχω ντυθεί. Τα μαλλιά μου βρίσκονται τυλιγμένα σε μια πετσέτα στην κορυφή του κεφαλιού μου.
Βγαίνω από το μπάνιο έτοιμη να πάω για ύπνο, καθώς αύριο δε θα μπορέσω να σηκωθώ για το Πανεπιστήμιο. Τα σχέδιά μου ματαιώνονται γρήγορα μόλις ακούω γυαλιά να σπάνε από τον κάτω όροφο. Αφήνω βιαστικά τα ρούχα μου έξω από το δωμάτιό μου και αρχίζω να κατεβαίνω τις σκάλες.
Εάν είναι κάποιος κλέφτης δεν ξέρω πώς θα τον αντιμετωπίσω, ελπίζω να τρομάξει με το λοφίο στο κεφάλι μου και να φύγει τρέχοντας. Είναι σκοτάδι και φοβάμαι να ανοίξω το φως για να αντιμετωπίσω αυτό που υπάρχει στο σαλόνι. Τα δάχτυλά μου, όμως, σταματούν λίγο πριν αγγίξουν τον διακόπτη.
Δύο έντονα μπλε μάτια με κοιτούν με προσήλωση, διατάζοντάς με να σταματήσω τις κινήσεις μου, πράγμα που κάνω. Η εμφάνισή του χάνεται στο σκοτάδι της νύχτας, ωστόσο καταφέρνω να κρατάω οπτική επαφή με τον άνδρα που με πλησιάζει.
«Jane». Αισθάνομαι ολόκληρο το σώμα μου να ανατριχιάζει από τον τρόπο που προφέρει ψιθυριστά το όνομά μου. «Γιατί δεν κοιμάσαι;».
YOU ARE READING
Let Me In
Teen Fiction«Φεύγεις, έτσι;» λέει. Η έκφραση του προσώπου του αλλάζει σε θυμωμένη. Θέλω να πω πως ποτέ δε θα φύγω, πως θα μείνω εδώ, μαζί του. Αλλά δεν μπορώ. Ξέρω αρκετά καλά ότι η αγάπη δεν πρέπει να έχει περιορισμούς και εμπόδια. Θέλω να ουρλιάξω για το πόσ...