Το πρωί το σώμα μου αδυνατεί να σηκωθεί από το στρώμα. Αισθάνομαι κουρασμένη και η εβδομάδα που ξεκινάει ενδέχεται να είναι επώδυνη.
Ντύνομαι απρόθυμα και κατεβαίνω στην κουζίνα για να πιω το τσάι μου. Το στομάχι μου δεν δέχεται την τροφή.
Μισή ώρα αργότερα, βγαίνω από το σπίτι και συναντώ τον Bradley, ο οποίος αποφάσισε να πηγαίνουμε μαζί στη σχολή· αφού μένουμε κοντά.
«Καλημέρα!» λέμε ταυτόχρονα και χαμογελάμε.
Απομακρυνόμαστε από το δρομάκι του σπιτιού και οδεύουμε προς το Πανεπιστήμιο. Ο καιρός έχει αλλάξει ξαφνικά –ο ήλιος έχει κρυφτεί πίσω από γκρίζα σύννεφα– σαν να ερμηνεύει την ψυχολογία μου.
«Θα περάσει γρήγορα ο καιρός», με καθησυχάζει ο Brad. Όλοι αυτό μου λένε, όμως κανείς δεν ξέρει την αλήθεια για το τι πρόκειται να συμβεί.
Γνέφω ως απάντηση. Δε θέλω να φανώ αγενής, ωστόσο δεν σκέφτομαι κάτι καλό να πω. Σφίγγω το μπουφάν πάνω στο κορμί μου με σκοπό να αποτρέψω το παγωμένο αεράκι να φτάσει στο δέρμα μου.
Στη διαδρομή τον αφήνω να κατευθύνει τη συζήτηση με εμένα να συμμετέχω ελάχιστα και με την ενοχή να φωλιάζει πίσω από το στήθος μου. Δε θα έπρεπε να είμαι σε αυτή τη θλιβερή κατάσταση, τον έχω αποχαιρετήσει ξανά.
Το κτήριο της σχολής μάς καλημερίζει και αναγκάζομαι να αφήσω τον Bradley να προχωρήσει προς το μάθημά του, αφού σήμερα την πρώτη ώρα θα την περάσουμε χωριστά.
Ανεβαίνω στην αίθουσα και κάθομαι στα πίσω καθίσματα κάνοντας μια σιωπηλή υπόσχεση να προσέξω στη διάλεξη και να μην αφήσω το μυαλό μου να περιπλανηθεί. Μια υπόσχεση που αθετώ σύντομα· πριν καν ο καθηγητής μπει μέσα.
Μία ώρα αργότερα, συνειδητοποιώ ότι η σελίδα στο τετράδιό μου παραμένει κενή όταν τα παιδιά αρχίζουν να προχωρούν προς την έξοδο. Κοιτάω αποπροσανατολισμένη και μαζεύω βιαστικά τα πράγματά μου πριν χτυπήσω το κεφάλι μου στον τοίχο.
Βγαίνω στο διάδρομο και αρχίζω να περπατάω προς τα έξω, ελπίζοντας να βρω σύντομα το Bradley σε ολόκληρη την πανεπιστημιούπολη. Χρειάζομαι έναν ισχυρό αντιπερισπασμό από τις θυελλώδεις σκέψεις μου.
«Εδώ είσαι!» ακούω μια φωνή και, ταυτόχρονα, ένα χέρι τυλίγεται γύρω από τους ώμους μου.
Τα βήματά μου σταματούν και γυρίζω ελαφρώς έντρομη να αντικρίσω τον άνδρα που είναι τόσο διαχυτικός μαζί μου. Ξαφνιάζομαι με αυτό που βλέπω –ένας καμβάς από μαύρη μπογιά ορθώνεται μπροστά μου, με ένα αστραφτερό χαμόγελο να ξεχωρίζει.
YOU ARE READING
Let Me In
Teen Fiction«Φεύγεις, έτσι;» λέει. Η έκφραση του προσώπου του αλλάζει σε θυμωμένη. Θέλω να πω πως ποτέ δε θα φύγω, πως θα μείνω εδώ, μαζί του. Αλλά δεν μπορώ. Ξέρω αρκετά καλά ότι η αγάπη δεν πρέπει να έχει περιορισμούς και εμπόδια. Θέλω να ουρλιάξω για το πόσ...