Σηκώνομαι αργά από το κρεβάτι και βγαίνω από το δωμάτιο. Κατεβαίνω αθόρυβα τις σκάλες και κοιτάω το ρολόι στον τοίχο. Τέλεια είναι 5 το πρωί.
Κάτι με τραβάει προς το σαλόνι. Περπατάω σιγά σιγά προς τα εκεί και ανοίγω το φωτιστικό που υπάρχει στον τοίχο. Αντικρίζω τον Αλεξ, που κοιμάται μπρούμυτα με το ένα του χέρι να κρέμεται και να ακουμπάει το πάτωμα.
Τον πλησιάζω με ένα αυθόρμητο χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπο μου. Γονατίζω για να έρθω στο ύψος του και χαϊδεύω τα μαλλιά του.
Το στόμα του είναι μισανοιχτο. Πλησιάζω τα χείλη μου στο μάγουλο του και αφήνω ένα ζεστό φιλί εκεί.
Ολο μου το σώμα διαπερνά ένας ηλεκτρισμός. Εκείνος κουνιέται ελάχιστα και μουγκριζει.
Μου έλειψες ρε Αλεξ. Μου έλειψες πολύ.
Κάθομαι στο πάτωμα ενω στην συνέχεια ακουμπάω το κεφάλι μου στον καναπέ, δίπλα από το δικό του και κλείνω τα μάτια μου.
[...]
Πλευρά Αλεξ.
Ανοίγω τα μάτια μου σιγά σιγά καθώς ο ήλιος που τρυπώνει μέσα από τα παράθυρα. Γαμώτο ήμουν σίγουρος ότι τα είχα κλειστά.
Το κεφάλι πονάει. Πονάει πολύ. Ήπια πολύ χτες.
Αισθάνομαι κάτι βαρύ πάνω πάνω στο αριστερό μου μπράτσο και κοιτάω εκεί. Γουρλώνω τα μάτια μου όταν αντικρίζω την Εύα.
Ρίχνω κλεφτές ματιές τριγύρω και καταλαβαίνω ότι είμαι σπίτι της. Τι κάνω εγώ εδώ;
Βλακειες έκανα χτες.
Απομακρύνω το χέρι μου σιγά σιγά για να μην την ξυπνήσω και σηκώνομαι πάνω.
Μπορεί να πονάει το κεφάλι μου όμως την σηκώνω στην αγκαλιά μου για να την πάω στο δωμάτιο της.
Εκείνη τυλίγει τα μικροσκοπικά της χεράκι γύρω από τον λαιμό μου καθώς ανεβαίνω τις σκάλες.
Στέκομαι για λίγο στον διάδρομο μπροστά στα τέσσερα δωμάτια. Θα υποθέσω ότι αυτό με την ανοιχτή πόρτα και τους τοίχους βαμμένους ροζ είναι δικό της.
Την ακουμπάω απαλά στο κρεβάτι της και την σκεπάζω καλά. Μένω για λίγο να την κοιτάω. Χαμογελάω ενώ χαϊδεύω το πρόσωπο της.
Μωράκι μου.
Πόσο μου λείπεις ρε Ευάκι;
Πόσο;
Παίρνω μια ανάσα λίγο πριν βγω από το δωμάτιο της. Δεν θέλω να φύγω. Θέλω να μείνω μαζί της. Για πάντα.
Κατεβάζω το κεφάλι και φεύγω γρήγορα από εκεί μέσα.
Δειλέ.
Παίρνω το μπουφάν μου από τον καναπέ και ανοίγω την κεντρική πόρτα.
Πως γίναμε έτσι ρε Εύα;
[...]
Πλευρά Εύας.
Σιγά που θα εμένα! Φυσικά και θα έφευγε!
Πίνω μια γουλιά από τον καφέ τον οποίο έφτιαξα πριν λίγο που ξύπνησα.
Γαμώτο σου Αλεξ.
Φοράω το μπουφάν μου και βγαίνω έξω. Σχολή στις 10 το πρωί. Ευτυχώς προσφέρθηκε ο Σταύρος να πάμε μαζί μιας και που αυτός είχε την ίδια ώρα.
"Καλημέρα" μου λέει ενω ανοίγει από μέσα την πόρτα του αυτοκινήτου.
"Που την είδες;" τον ρωτάω γελώντας ενώ βάζω την ζώνη μου.
"Νομίζω και οι δύο έχουμε ανάγκη από έναν δυνατό καφέ, τι λες;" με ρωτάει όταν βάζει μπρος και με κοιτάει με ένα πλατύ χαμόγελο.
"Πάμε Μικέλ, σε εκλιπαρώ" τον παρακαλώ χωρίς να σταματήσω να γελάω.
Θέλω τουλάχιστον να ξεσκάσω. Να φύγει από το μυαλό μου ο Αλεξ, να εστίασω στην σχολή όσο μπορώ και να περάσω τα μαθήματα στις εξετάσεις.
Ναι σε αυτά θα εστιάσω.
Θα προσπαθήσω δηλαδή.
-oliaaaa
YOU ARE READING
Too Much Trouble
Teen Fiction" ΕΊΠΑ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ ΓΑΜΩΤΟ! ΓΙΑΤΊ ΔΕΝ ΤΟ ΕΚΑΝΕΣ ΤΟ ΣΤΑΝΙΟ ΜΟΥ ΜΈΣΑ;ΓΙΑΤΊ ΜΕΝΕΙΣ;" φώναξε μέσα στο πρόσωπο μου και έκλεισα τα μάτια μου. Δεν θα φύγω. Δεν θα φύγω αν δεν εξαφανίσω τους δαίμονες που τον περιτριγυριζουν. "Εγ...εγ" ένας λυγμός ξέφυγε από το...